Μπορεί στις μέρες μας να ακούμε για καλλιέργεια βαμβακιού
στην Κρήτη και να γελάμε γιατί ξέρουμε πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο κι όσοι δηλώνουν
παραγωγή βαμβακιού στο νησί είναι απλά απατεώνες που υφαρπάζουν ευρωπαϊκές
επιδοτήσεις, όμως πριν κάμποσες δεκαετίες το βαμβάκι καλλιεργούνταν σε αρκετές
περιοχές.
Μεταξύ αυτών και το Καστέλλι Φουρνής, όπου μάλιστα
διατηρείται ως τις μέρες μας η ονομασία Μπαμπακιά στην μεγάλη στρογγυλή στέρνα
που συναντάμε στην είσοδο του οικισμού.
Όπως μας είπε ο 93χρονος Μανώλης Οικονομάκης, με το νερό αυτής
της στέρνας πότιζαν, σε χωράφια κοντά στον οικισμό, το βαμβάκι που καλλιεργούσαν
μαζί με άλλα είδη που σήμερα δεν βρίσκουμε στην Κρήτη, όπως το λινάρι και ο
καπνός.
Ειδικά για το βαμβάκι ήξερε πως για να σπείρουν τον καρπό
του έσκαβαν το χωράφι 2-3 φορές για να αφρατέψει πολύ το χώμα, με τη σπορά του
να γίνεται βραδινές ώρες για να μην αφαιρέσει ο ήλιος την υγρασία από το
έδαφος. Μάλιστα για να βλέπουν και να δουλεύουν τις νύχτες κρέμαγαν οι
καλλιεργητές βαμβακιού φανάρια στο ζυγό του αλόγου τους.
Η καλλιέργεια βαμβακιού στο Καστέλλι Φουρνής γινόταν μετά
την Τουρκοκρατία και για κάμποσες δεκαετίες, ωστόσο ο ίδιος δεν την πρόλαβε και
θυμάται μόνο όσα είχε ακούσει από διηγήσεις παλαιότερων κατοίκων της περιοχής του.
Αντίθετα ο κ. Οικονομάκης πρόλαβε, σε νεαρότερη ηλικία, και θυμάται
ακόμα τις απλωμένες αρμαθιές του καπνού στο χωριό του. Ο καπνός στα μέρη του είχε
τόσο μεγάλα φύλλα, που έμοιαζαν με φυλλάδες από λάχανο, όπως μας λέει.
Όσο για το λινάρι, μας εξήγησε ο κ. Οικονομάκης, πως δεν
υπήρχε οικογένεια που να μην ασχολείται με την καλλιέργεια του. Και επειδή ως
υλικό ήταν πολύτιμο επέλεγαν το καλύτερο χωράφι τους για να σπείρουν λινάρι.
Με τα νήματα του λιναριού, μετά από μια δύσκολη και
χρονοβόρα διαδικασία, έφτιαχναν ρούχα, (παντελόνια, πουκάμισα) σακιά αλλά και
σεντόνια.
Ο ηλικιωμένος Καστελλιανός στάθηκε ιδιαίτερα στη διαδικασία
που απαιτούσε το λινάρι μέχρι να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ύφανση. Το
μετέφεραν από το Καστέλλι Φουρνής στην Ελούντα και το έβαζαν στη θάλασσα
πετρώνοντας το. Εκεί το άφηναν για 15 μέρες
και μετά το στέγνωναν, το κοπάνιζαν και προχωρούσαν στην τελική
επεξεργασία του.
Η καλλιέργεια βαμβακιού στον Χάνδακα
Στην Κρήτη πάντως η καλλιέργεια βαμβακιού φέρεται να υπήρχε πολύ
πριν την έλευση των Οθωμανών.
Ο Zuanne Papadopoli, που έζησε στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα
πριν από τον Κρητικό Πόλεμο και την Οθωμανική κατάκτηση (1645-1669), στο βιβλίο
του L’Occio μας δίνει μια ωραία περιγραφή της καλλιέργειας βαμβακιού γύρω από
το Χάνδακα.
Μάλιστα στην
περιγραφή του προσδιορίζει ως το χωριό του οποίου οι κάτοικοι ήξεραν καλύτερα
απ' όλους να το καθαρίζουν την Αμπρούσα, δίπλα στο σημερινό Ηράκλειο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον
Zuanne Papadopoli το μπαμπάκι ήταν έτοιμο για συγκομιδή τον ίδιο καιρό που
γινόταν τα πεπόνια. Η ποσότητα που παράγονταν στην Κρήτη, εκείνη την εποχή, μας
λέει πως, ήταν αρκετή για οικιακή χρήση, για να φτιάξουν υφάσματα και για άλλες ανάγκες των οικογενειών.
Με βάση την περιγραφή του: «Το φύτευαν μόνο στα περίχωρα της
πόλης, σε αγρούς καλά λιπασμένους και οργωμένους πολλές φορές, ώσπου το χώμα να
γίνει αφράτο και χωρίς σβόλους, σαν αλεύρι».
Ο ίδιος εξηγεί πως: «στους χωρικούς δεν άρεσε να σπέρνουν
μπαμπάκι, παρά μόνο κάνναβη σε ένα χωραφάκι που να έχει υγρασία, κάνναβη για να
φτιάχνουν πουκάμισα».
Τι γινόταν όμως αν έβρεχε πριν φυτρώσει το βαμβάκι; «Αν
τύχαινε να βρέξει στο χωράφι που ήτα
σπαρμένο το μπαμπάκι πριν βλαστήσει, δεν φύτρωνε επειδή το χώμα , που ήταν
άργιλος, έκανε στην επιφάνεια μια κρούστα σκληρή που δεν άφηνε τους βλαστούς να
βγουν κι έπρεπε να το ξανασπείρουν ή να σπάσουν αυτή την κρούστα με μικρά
τσαπιά, αν βέβαια δεν είχε ρίξει πολύ νερό».
Λεπτομερής ήταν η περιγραφή του για το φυτό του βαμβακιού
και πως το μάζευαν «αυτό το μπαμπάκι το έβγαζε ένα φυτό περίπου σαν εκείνο που
βγάζει τα ρεβίθια, ανοιχτόχρωμο και με φύλλα πιο πλατιά αλλά του ίδιου μάκρους,
κι έκανε ένα είδος κάψας πράσινης, μεγάλης σαν καρύδι, με μαλακό φλοιό, κι όταν
ωρίμαζε άνοιγε στα τέσσερα και φανερωνόταν το μπαμπάκι, που έμοιαζε με λευκή
βιολέτα.
Κάθε φυτό έκανε τέσσερις ή περισσότερες τέτοιες κάψες, που
τις μάζευαν το πρωί πριν βγει ο ήλιος, όπως ήταν με τη δροσιά, γιατί έτσι δεν
κολλούσαν στο μπαμπάκι, όπως το έβγαζαν από τις κάψες, τα ξερά φύλλα που ήταν
γύρω τους να το λερώσουν. Αφού το έβγαζαν από τις κάψες το άπλωναν λίγες μέρες
στον ήλιο πάνω σε ψάθες για να στεγνώσει και μετά το καθάριζαν από τους
σπόρους, τέσσερις σε κάθε κάψα, παρόμοιους με τα κελυφωτά φυστίκια αλλά
μικρότερους και με τρυφερό φλοιό».
Κατά πως φαίνεται οι σπόροι αφού τους αφαιρούσαν από το
βαμβάκι δεν πετάγονταν αλλά γινόταν τροφή για ζώα: «Δεν τρωγόταν παρά μόνο από
τα βόδια το χειμώνα, μουλιασμένοι σε νερό, όπου τους άφηναν μερικές μέρες να
μαλακώσουν. Κάθε πρωί που έβαζαν αυτά τα βόδια να δουλέψουν , έδιναν στο καθένα
δυο καλές φούχτες ανακατεμένες με άχυρο ή πίτουρα που ήταν συνηθισμένη τροφή
όχι μόνο των βοδιών μα και των αλόγων…».