Η άγνωστη Βραζιλία μέσα από το ταξιδιωτικό διήγημα ενός Ηρακλειώτη ταξιδευτή - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Η άγνωστη Βραζιλία μέσα από το ταξιδιωτικό διήγημα ενός Ηρακλειώτη ταξιδευτή



Ο Χριστόφορος Χειλαδάκης είναι ένας ταξιδευτής του κόσμου. Ζεί για να ταξιδεύει και ταξιδεύει για να ζει, αφού η γνωριμία του με άγνωστες χώρες του κόσμου, με πολιτισμούς και ηπείρους είναι εκείνα που τον κάνουν να νιώθει ζωντανός. Στο διήγημα που ακολουθεί μας δίνει μια εικόνα της άγνωστης Βραζιλίας, έχοντας ως βάση το τόσο διαδορετικό Itacare, ένα παραλιακό χωριό, ανατολικά της χώρας, στην επαρχία Bahia.
                                            
                                                  ΙTACARE

Η ζέστη με χτυπάει ανελέητα. Ιδρώνω σε όλο μου το κορμί και ενώ έχει βραδιάσει εδώ και ώρα δε λέει να δροσερέψει λίγο. Πάω να παραπονεθώ αλλά συνέρχομαι απότομα. Σκέφτομαι ότι θα ήταν αχαριστία να παραπονεθώ για το κλίμα εδώ που παρά την απίστευτη ζέστη που έχει μοιάζει ιδανικό μπροστά στην υγρή κόλαση του Αμαζονίου. Μωρέ μια χαρά είμαι! Εδώ τουλάχιστον μπορώ και ανασαίνω χωρίς να σκέφτομαι σε κάθε μου ανάσα ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που τα πνευμόνια μου θα δώσουν εντολή να βγει ο αέρας έξω. 

Του Χριστόφορου Χειλαδάκη

Σκουπίζω με το μπράτσο μου τον ιδρώτα από το μέτωπο μου αφού δε φοράω καθόλου ρούχα και δεν έχω που αλλού να σκουπιστώ. Κοιτάζω ξανά το κρεβάτι και σκέφτομαι να πέσω ξανά αν και νιώθω ότι δεν θα καταφέρω να κοιμηθώ όπως και νωρίτερα που είχα δοκιμάσει να ξαπλώσω . Πάνω στο λευκοκίτρινο σεντόνι φαίνεται ακόμα το σχεδιάγραμμα που σχημάτισε ο ιδρώτας από το ξαπλωμένο μου σώμα πριν λίγο. Το παίρνω απόφαση και πέφτω ξανά στο κρεβάτι παρά το ότι είναι νωρίς ακόμα. 

Τόσο καιρό εδώ, ένα μήνα κλείνω και ακόμα δε συνήθισα το γρήγορο σουρούπωμα του τροπικού. Νυχτώνει σχετικά νωρίς σε αυτή εδώ τη γωνιά του κόσμου που δε γνωρίζει την αλλαγή των εποχών, που ποτέ δεν έχει χειμώνα μονάχα υγρή και ξηρή εποχή. Είμαι στην καρδιά της ξηρής περιόδου μα κάθε μέρα βρέχει κάμποσες ώρες. Στην αρχή νόμιζα ότι λάθεψα στην επιλογή του καιρού και ήρθα παράκαιρα. Χτες το απόγευμα μέσα στη ζέστη της μέρας ξαφνικά άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού και η βροχή έπεφτε σαν κύμα από τον ουρανό που σε ελάχιστα λεπτά έγινε πίσσα μαύρος σαν την εδώ σπιτονοικοκυρά μου. Ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός να κρυφτεί κάτω από τις λαμαρίνες και τα παραπήγματα που σχηματίζουν αυτό που εδώ ονομάζεται οικισμός. 

Βρήκα κι εγώ μια καβάντζα και μπήκα γρήγορα από κάτω ενώ η βροχή χτυπούσε ρυθμικά το φτηνό μέταλλο. Σε λίγο έτρεξε κοντά μου ένας μιγάς με μια σαγιονάρα. Την άλλη θα την είχε χάσει κάπου στο τρέξιμο, πολύ πιθανόν να μην είχε και άλλη.  Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Αμίγκο μουίτα σιούβα» είπε. «Μουίτα σιούβα», «πολλή βροχή»  του είπα κι εγώ γελώντας. Κοντά ένα μήνα εδώ πάνω-κάτω και συνάντησα ελάχιστους ανθρώπους να μιλάνε άλλη γλώσσα πέρα από τα Πορτογαλικά. Το ήξερα όμως ότι θα το συναντήσω αυτό δεν ήταν διόλου κάτι το απροσδόκητο. 

Η αλήθεια είναι ότι ενάμιση χρόνο πριν είχα περάσει ένα μήνα κοντά στο Κάμπο Βέρντε και εκεί αναγκαστικά ήρθα σε επαφή με τον κόσμο των Πορτογαλικών. Όταν ήρθα εδώ ήξερα ότι όλα θα είναι πλέον πιο εύκολα αφού μιλούσα τα βασικά που χρειάζεται ένας ταλαίπωρος ταξιδιώτης για να καλύψει τις ανάγκες του. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά αφού στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού που ήμουν μιλούσαν Κρεόλ Πορτογαλικά με άλλη εκφορά του λόγου.. Άσε που με τα χρόνια είχαν χώσει σφήνα μέσα στη γλώσσα κι ένα σωρό αφρικανικές λέξεις από την απέναντι μαμά ήπειρο. Σχεδόν άλλος κόσμος από αυτούς εδώ… Επίσης συνειδητοποίησα ότι είχα πολύ σημαντικά κενά σε βασικά θέματα αφού μάλλον ένα ολόκληρο μήνα στο Κάμπο Βέρντε η μόνη πρόοδος που έκανα στο θέμα της γλώσσας ήταν να μάθω όλα όσα χρειάζονται για να γνωρίσεις ένα κορίτσι, να το κεράσεις τη μπύρα του και μετά να το οδηγήσεις εκεί που ήθελες. Στο δωμάτιο σου.



Κοίταξα ξανά το μιγά που έτυχε για λίγα λεπτά να μοιράζομαι μαζί του το χώρο κάτω από τη λαμαρίνα για όσο θα κρατούσε αυτή η τροπική μπόρα. Είχα ένα χαρούμενο βλέμμα και ο λόγος ήτανε η βροχή. Ήξερα ότι μόλις τελείωνε θα άλλαζε για μερικές ώρες μορφή ο τόπος και θα έπαιρνε ζωή.

 Θα γέμιζαν τα μανγκόδέντρα και οι κοκοφοίνικες πολύχρωμα πουλιά που κελαϊδάνε. Πάντα μετά το τέλος της βροχής εδώ συμβαίνει αυτό το θαύμα. Πλημμυρίζει ο τόπος λογής λογής κελαιδίσματα από κάθε είδους πουλί που λες και ξυπνάνε με τη βροχή. Ενώ μόλις βγει ο ήλιος πολλά ερπετά κάνουν την εμφάνιση τους και απλώνουν στον ήλιο να στεγνώσουν. Αυτό ακριβώς επιζητούσα και αυτό είναι η χαρά του φωτογράφου. Είχα ήδη πετύχει αρκετές σαύρες και ξομπλιαστά φίδια και ένοιωθα αποζημιωμένος αρκετά για την όλη ταλαιπωρία του ταξιδιού. 

Πήρα θάρρος από την κουβέντα του ντόπιου που ήρθε δίπλα μου και τον ρώτησα για τον καιρό. Νόμιζα ότι είχα έρθει σε λάθος εποχή αφού αντί για ξηρασία που περίμενα κάθε λίγο έβρεχε. Κατάλαβε το θέμα μου και αμέσως μου απάντησε. Όχι δεν κάνεις λάθος. Είμαστε στην ξηρή εποχή τώρα καλά έκανες και ήρθες τώρα στο Itacare. Βρε καλά έκανα του είπα μα βλέπω ότι και τώρα βρέχει. Ναι, βρέχει μου είπε αλλά λίγες ώρες κάθε μέρα, αν έρθεις την υγρή εποχή βρέχει όλη μέρα. Συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά το πόσο πολύ έβρεχε τελικά σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας που θεωρείται η πιο πράσινη του κόσμου και με το περισσότερο νερό του πλανήτη. Εμ χωρίς συνεχόμενες βροχές δεν έχεις ούτε νερά, ούτε ζούγκλες. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί.



Αυτές οι σκέψεις από τη χτεσινή βροχή γυρνούσαν στο κεφάλι μου την ώρα που έπεσα ξανά στο κρεβάτι μου. Όπως ήμουν ξαπλωμένος κοίταζα τον ανεμιστήρα στο ταβάνι που γύριζε αδιάκοπα. Δεν πρέπει τόσο καιρό εδώ να μπήκα σε κανένα δωμάτιο που να μην είχε ανεμιστήρα. Δε ζει Ευρωπαίος εδώ χωρίς ανεμιστήρα να γυρίζει όλη μέρα πάνω από το κεφάλι του. 

Όπως δε ζει ούτε λεπτό και χωρίς αντικουνουπικό.  Τα κουνούπια εδώ σε συνδυασμό με τη ζέστη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου κι εγώ το βίωσα στην κυριολεξία στο πετσί μου λίγες μέρες πριν που ξέχασα σε μια εκδρομή το αντικουνουπικό μου. Ποιος πήγε στην πρώτη γραμμή του πολέμου και δε φοβήθηκε; Ε, κάπως έτσι ήμουν κι εγώ μέχρι που το βράδυ επέστρεψα πίσω στο δωμάτιο γεμάτος φλούμπες και κοκκινίλες σε κάθε δυνατό εκατοστό του ταλαίπωρου κορμιού μου.



Προσπαθώ να χαλαρώσω λίγο μπας και κοιμηθώ. Αρκετά έχω ταλαιπωρήσει το σώμα μου τόσες εβδομάδες εδώ. Αυτός είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος που επέλεξα να έρθω εδώ στο Itacare. Να ξεκουραστώ λίγο που τόσο το έχω ανάγκη. 

Οι σκέψεις γυρίζουν ασταμάτητα στο μυαλό μου σαν τον ανεμιστήρα πάνω από το κεφάλι μου. Δε μπορώ  να ησυχάσω. Παρότι η βραδιά έξω είναι ήσυχη και δε νομίζω να βρέξει, φαίνονται και λίγα αστέρια στις σχισμές που δημιουργούν τα σύννεφα στον ουρανό απόψε. 

Παρότι το αντικουνουπικό λειτουργεί καλά προς το παρόν και τα κουνούπια δεν με ενοχλούν, δε μπορώ να βρω ηρεμία. Περνάνε μια μια οι εικόνες αυτού του ταξιδιού από το μυαλό μου σαν να έγιναν όλα σε μια μέρα. Μου φαίνεται σαν όνειρο το ότι είμαι εδώ σε αυτό το μικρό χωριό της Μπαίας σώος και σε ένα ασφαλές δωμάτιο.  Μου φαίνεται σαν όνειρο το ότι τα πέρασα όλα αυτά εδώ και σε λίγες μέρες αν όλα πάνε καλά θα γυρίσω πίσω με ούτε λίγο ούτε πολύ δέκα χιλιάδες φωτογραφίες στις κάρτες μου.



Η αλήθεια είναι ότι το σώμα μου αυτές τις μέρες είχε ανακάμψει αρκετά και ένιωθα τη ζωή να μου κάνει τη χάρη και το αίμα να κυλά ξανά στις φλέβες μου ζεστό. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα και να μη ζω, ότι θα μπορούσα να μην είχα φτάσει ποτέ εδώ και ένιωσα να με λούζει κρύος ιδρώτας.

 Πολλές μέρες πριν ήμουν σε ένα τρισάθλιο μικρό δωμάτιο στην καρδιά του Αμαζονίου. Μετά από μέρες εκεί με είχε τσακίσει αυτό το απάνθρωπο πραγματικά κλίμα του τόπου. Αρχικά με κατέβαλε σωματικά και ένιωθα κάθε μέρα που περνούσε τη δύναμή μου να λιγοστεύει παρόλα αυτά συνέχιζα να κάνω ότι έκανα και πριν. Να ανακαλύπτω κάθε γωνιά του πιο παράξενου και μεγαλοπρεπέστατου υδάτινου οικοσυστήματος στον κόσμο.

 Μα όσο περνούσαν οι μέρες η αδυναμία γύρισε σε βαρύ πυρετό που με κατέβαλλε.  Μάταια προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι τίποτα και ότι με τα φάρμακα που είχα βρει θα έπαιρνε ξανά μπροστά το σώμα μου. Δεν πήρε. Μέρα την ημέρα βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στα συμπτώματα και ο πυρετός με έκαιγε όλο και περισσότερο. Δε θυμάμαι πόσες μέρες πέρασα κατάκοιτος σε αυτή την τρώγλη. Δεν είχε και κάτι καλύτερο η περιοχή.

 Εκείνες τις μέρες και πριν η αρρώστια με καταβάλλει για τα καλά γνώρισα ένα νεαρό Ισραηλίτη. Μιλούσαμε για ώρες. Κι αυτός είχε αρρωστήσει αλλά λίγο καιρό πριν από εμένα. Είχε ήδη περάσει έξι μήνες στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και θα έκανε άλλο τόσο , ένα χρόνο ολόκληρο για να γνωρίσει όλους τους πολιτισμούς της περιοχής. Όσο τον γνώριζα τόσο περισσότερο τον ζήλευα. Τον ζήλευα για την άνεση χρόνου που είχε ενώ εγώ έπρεπε να κάνω ότι ήταν να κάνω μέσα σε ένα μήνα. Έδειχνε μια χαρά όσο μου μιλούσε στο κρεβάτι του πόνου. 

Πριν από εδώ είχε περάσει αρκετό διάστημα στα ορεινά των Άνδεων εκεί που πηγάζει ο μεγάλος ποταμός. Εκεί ήταν που αρρώστησε αυτός και μάλλον την έπαθε από το κρύο των βουνών όπως έλεγε. Γι αυτό και αποφάσισε να κατέβει στα χαμηλά και στην καρδιά της ζούγκλας. Αν δε γινόταν έτσι ίσως και ποτέ να μην έσμιγαν οι δρόμοι μας. Ήρθε για καλύτερα εδώ αλλά γρήγορα κατάλαβε κι αυτός ότι το κλίμα εδώ δεν αστειεύεται και σκοτώνει. Δε μπορείς μου έλεγε πουθενά να είσαι σίγουρος. Στα βουνά ψοφάς από το κρύο, εδώ σε ρίχνει κάτω άρρωστο η απόλυτη υγρασία και η ζέστη με τα κουνούπια. 

Όταν τον γνώρισα με ρώτησε από πού είμαι. Άκουσε τη λέξη Ελλάδα και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα από την έκπληξη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είμαι από Ελλάδα. Γύριζε ήδη έξι μήνες και ουδέποτε συνάντησε κάποιο Έλληνα. Ήταν γνωστός αναρριχητής, είχε τρέλα με το σκαρφάλωμα. Μόλις του είπα ότι είμαι από την Ελλάδα μου μίλησε για την Κάλυμνο που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Έλεγε και ξανάλεγε ότι έχει πάει σε τόσα και τόσα μέρη στον κόσμο αλλά τίποτα δεν έχει την ομορφιά του να σκαρφαλώνεις στην Grande Grotta στην Κάλυμνο.



Οι μέρες περνούσαν χωρίς να καλυτερεύει η κατάστασή μου, το αντίθετο. Ένοιωθα να χειροτερεύω και να βουλιάζω στο τέλμα του πυρετού ενώ είχε πέσει τόσο η δύναμή μου που οι κινήσεις μου περιορίζονταν στο ελάχιστο.

 Σκεφτόμουν συχνά ότι θα πεθάνω και ποτέ δεν θα φύγω από κει. Κάποια στιγμή τον κάλεσα και ήρθε δίπλα μου. Έβγαλα ένα χαρτί και του έγραψα τα στοιχεία επικοινωνίας της οικογένειάς μου. Του είπα αν πεθάνω να βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί τους. Ήξερα ότι θα το κάνει. 

Είχα μια παράξενη γαλήνη και ανησυχία ταυτόχρονα. Σκεφτόμουν ότι κατάφερα πριν καταπέσω να δω από κοντά τα περίφημα ροζ δελφίνια του Αμαζονίου που γι αυτό είχα πάει μέχρι εκεί. Σκεφτόμουν ότι δεν θα κατάφερνα ποτέ ξανά να πραγματοποιήσω το άλλο μου όνειρο να πλεύσω από κει όλο το ποτάμι με καράβι μέχρι το Santarem, το μαγικό σημείο που το μεγάλο ποτάμι με φάρδος 80 χιλιόμετρα γίνεται ένα με τη θάλασσα. 

Σκεφτόμουν τις μέρες που πέρασα στο απομονωμένο νησάκι στην καρδιά του Αμαζονίου. Ήταν τόσο μαγικά και μοναδικά όλα που ένοιωθα ότι ο θεός με ξεχώρισε στο πλήθος των ανθρώπων και το έζησα αυτό. Στο νησάκι αυτό ήταν τέτοια η απομόνωση από τον πολιτισμό και η επαφή με τη ζούγκλα και με τη φύση που ένιωσα ένα και το αυτό με το χώρο. Εκεί ήρθα σε επαφή με όλο το ζωικό βασίλειο του μεγάλου ποταμού και έγινα ένα με αυτό. Τόσα αμέτρητα πουλιά, τόσα ψάρια. Πίθηκοι που τρέχαν πάνω στα δέντρα, περίεργα φίδια και ταραντούλες στις φωλιές τους και παντού αλιγάτορες. 

Μια νύχτα με πήραν οι ντόπιοι με το ξύλινο κανό τους και πήγαμε για κυνήγι αλιγάτορα. Αυτό δεν θα το λησμονούσα ποτέ. Όπως ποτέ δε θα λησμονούσα και την εικόνα των γυμνών παιδιών τους που ανέμελα έκαναν το μπάνιο τους μέσα στο ποτάμι ανάμεσα σε ανακόντα και πιράνχας αφού δεν υπήρχε μπάνιο και τρεχούμενο νερό στις χόρτινες καλυβούλες τους. 

Κάποια στιγμή ρώτησα τον ντόπιο οδηγό μου βλέποντας τα παιδιά του μέσα στο καφέ νερό αν φοβάται κι αν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή τους. Χαμογέλασε και μου είπε.. "Ναι συμβαίνει καμιά φορά να χαθεί κάποιο παιδί από ανακόντα αλλά ξέρεις είναι κι αυτό μέρος του κύκλου της ζωής εδώ". Με ρώτησε αν στο δικό μου χωριό κάνουμε μπάνιο στο ποτάμι και αν έχουμε αλιγάτορες και ανακόντα και μάλλον του φάνηκε περίεργο που του είπα όχι.



Κάποια στιγμή σκέφτηκα και το φτωχικό φαγητό που τόσο καιρό έτρωγα στην περιοχή. Τη διατροφή μας στο νησί την είχαν αναλάβει οι γυναίκες από την κοινότητα των Ινδιάνων της περιοχής και κάθε μέρα μας μαγείρευε και άλλη. Μας έφερνε το φαγητό μας δυο φορές την ημέρα κάποιος άντρας της φυλής με το ξύλινο κανό του. 

Άφηνε το φαγητό και εμείς του αφήναμε χρήματα τα οποία πήγαιναν σε όλη την κοινότητα. Το φαγητό ήταν πάνω κάτω το ίδιο. Πάντα κοτόπουλο με καφέ ρύζι και κάποια λαχανικά βραστά καφέ κι αυτά. Ααα, και πολλά τροπικά φρούτα. Τι φρούτα θεέ μου. Τα φρούτα έκαναν τη διαφορά. 

Το καφέ ρύζι πίστευα για καιρό ότι ήταν μια ποικιλία ξεχωριστή από τη δικιά μας μέχρι που έμαθα καιρό αργότερα ότι και το ρύζι αλλά και τα άλλα καφέ φαγητά που τρώγαμε ήταν καφέ επειδή το νερό είναι πάντα από το ποτάμι χωρίς κάποιο φίλτρο οπότε όλα γίνονται καφέ σαν το νερό του Αμαζονίου. Τα σκεφτόμουν όλα αυτά με κάποια νοσταλγία και χαρά μαζί.

 Μετά σκεφτόμουν ότι δεν θα κατάφερνα να φτάσω λόγω της αρρώστιας μου στο Santarem και πονούσα. Γινότανε τότε πιο αβάσταχτος ο πυρετός μου… Εκείνο που ποτέ δεν θα ξεχάσω από αυτές τις δύσκολες μέρες είναι το αίσθημα του ότι ήθελα να ζήσω. Δεν ήθελα να τελειώσει  εκεί η ζωή μου. Ενάμιση χρόνο πριν στο Κάμπο Βέρντε ένοιωθα έντονα το αίσθημα του ότι θέλω να πεθάνω. 

Ήθελα αλήθεια να πεθάνω, δεν ήθελα μετά από όσα είχα ζήσει να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Ένοιωθα τόσο πλήρης που ήθελα να φύγω. Μα τώρα εδώ ένιωθα το ακριβώς αντίθετο. Όσο ο πυρετός με έκαιγε και έλιωνα, τόσο ένιωθα ότι θέλω να ζήσω. Τόσο ένιωθα ότι υπήρχαν πολλά ακόμα στη ζωή μου και στον κόσμο να κάνω. Και ίσως αυτό το αίσθημα τελικά και αυτό το πείσμα για ζωή να ήταν αυτό που με σήκωσε ξανά από το κρεβάτι του πόνου και η αρρώστια προσπέρασε.



Πάνε μέρες που πέρασα από τις βρώμικες και τρομακτικές φαβέλες του Σαλβαδόρ. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αν μου δινότανε η δύναμη να σχηματίσω την κόλαση θα την σχημάτιζα κάπως έτσι. Κάπως σαν τα σκαρφαλωμένα προάστια με τις φαβέλες του Σαλβαδόρ. 

Η κόλαση θα είχε κάτι από τον τρόμο των οπλισμένων παιδιών που γυρνάνε ξυπόλητα στα απόνερα των δρόμων και τις λάσπες. Θυμάμαι μια σειρά από λόφους όπως περνούσα γρήγορα με φόβο μέσα μου, μια σειρά μονάχα από σκόρπια δέντρα που είχαν μείνει από τη ζούγκλα που υπήρχε κάποτε εκεί. 

Κι ανάμεσα στο ανοικτό πράσινο των τροπικών φυτών και των δέντρων φύτρωναν χιλιάδες παραπήγματα ανάμεσα σε σωρούς πλαστικού και σκουπιδιών, ανάμεσα σε βρωμόνερα, αφού δεν υπάρχει αποχετευτικό σύστημα, και ζώα σε προχωρημένη σήψη. 

Παντού και πάντα η ίδια εικόνα και μέσα σε όλα αυτά η απαίσια μυρωδιά που τρυπούσε τα ρουθούνια μου και δεν έλεγε να φύγει. Μια μυρωδιά που ερχόταν συνεχώς να μου θυμίζει ότι σε τούτο τον πλανήτη δεν έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα ούτε την ίδια τύχη. Ότι το φως του ήλιου είναι άνισα μοιρασμένο και κάποιοι το βλέπουν για λίγο, κάποιοι για πολύ και άλλοι ποτέ.



Πάει καιρός που είχα φύγει από όλα αυτά αλλά και από την έντονη ζωή του Ρίο. Τόπος κι αυτός! Θεέ μου τι τόπος. Είχα δει τόσα πολλά και είχα ζήσει ακόμα πιο πολλά που με είχε στιγματίσει. Είχα κυλιστεί σε βρώμικα σεντόνια με άγουρα θηλυκά κορμιά, είχα γνωρίσει το Λιθουανό φωτογράφο Μάρτιν Λαζάρεφ που μου είχε αποκαλύψει την αλήθεια που κρύβει αυτή η πόλη. Μια αλήθεια που του πήρε 20 χρόνια να αποκρυπτογραφήσει και να αποδώσει στο φακό του. 

Το Ρίο τελικά ήταν ένα πολύχρωμο μπουρδέλο. Αυτή η έκφραση μέσα μου ήρθε να δέσει με αυτό που ένοιωθα για την τόσο παράξενη αυτή πόλη. Ένα τεράστιο πολύχρωμο μπουρδέλο. Που όλη την ημέρα εργαζόταν σκληρά και τα βράδια ξεχνιόταν με τα καλύτερα ναρκωτικά στον κόσμο και τις απίστευτα δροσερές 600αρες φιάλες της μπύρας Antarctica. Αυτή η μπύρα με σύμβολο τον πιγκουίνο στους πάγους είχε γίνει για μένα το σύμβολο της πόλης πιότερο κι από την Ipanema με τα κύματα ή το άγαλμα του Χριστού.

 Έμενα στη συνοικία των καλλιτεχνών ψηλά στο λόφο της Σάντα Τερέζα. Η περιοχή δεν παρείχε καμιά απολύτως ασφάλεια μα είχε την καλύτερη αύρα στην πόλη. Δεν ήταν μονάχα τα χιλιάδες γκράφιτι, δεν ήταν μόνο οι καλλιτέχνες του δρόμου που άπλωναν την πραμάτεια τους μπροστά σου. Υπήρχε κάτι εκεί που με μάγεψε και αφέθηκα. Και όταν τα βράδια αποκαμωμένος επέστρεφα πίσω πήγαινα πάντα στο ίδιο καφέ του χόστελ που έπαιζε Μπόσα Νόβα όπως ποτέ δεν είχα ακούσει ξανά στη ζωή μου.

 Πολλές φορές σκεφτόμουν ότι αν έκλεινα τα μάτια μου και έχανα κάθε άλλη ανάμνηση από τη ζωή μου και κάθε αίσθηση αλλά μου έμεναν μονάχα δυο πράγματα από το Ρίο θα ήταν αρκετά να αρχίσω ξανά τη ζωή μου. Το ένα ήταν η μυρωδιά του τροπικού μου κήπου όταν άνοιγα το παράθυρο μου τις νύχτες να απολαύσω τη βροχή. Και λες και είχα κάνει συμφωνία με το θεό μου έβρεχε κάθε βράδυ. Όλη μέρα μου έκανε λιακάδα και γυρνούσα σαν τρελός και τη νύχτα άνοιγε ο ουρανός και έβρεχε τόσο πολύ λες και ήθελε να ξεπλύνει καλά από πάνω μου τις αμαρτίες της μέρας. 

Το άλλο είναι η μυρωδιά από μερικά σπυριά φρεσκοκομμένου καφέ που άλεσε μπροστά μου στο δωμάτιο της ένα πρωί η Πάουλα. Εκείνος ο καφές ήταν η αιτία και θα την έχω πάντα την εικόνα του προσώπου της σαν μια αγία στο εικονοστάσι του μυαλού μου ανάμεσα στην Παναγία και το Χριστό.



Οι αναμνήσεις του Ρίο έκαιγαν κι απόψε το κορμί μου και δε με άφηναν να κοιμηθώ. Ήμουν ξανά ανάσκελα στο κρεβάτι μου και κοίταζα τον ανεμιστήρα στο ταβάνι να κάνεις τις ίδιες ατέρμονες κυκλικές κινήσεις του. Έγειρα λίγο στο πλάι και έπιασα το κινητό από το κομοδίνο. 

Το κομοδίνο και τα έπιπλα εδώ είναι από ένα σκούρο τροπικό ξύλο μασίφ. Όχι σαν τα δικά μας που έχουν ένα υποτυπώδες φύλλο ξύλου. Άνοιξα το κινητό. Έχω ίντερνετ εδώ που παρά το ότι σέρνεται αποτελεί τη μοναδική πολυτέλεια που μπορώ να έχω σε αυτό τον τόπο. Μπαίνω στο messenger  και βλέπω το ένα και μοναδικό μήνυμα που έχω. Είναι από το Νίκο από τη Βουτουφού. 

Το messenger όλο αυτό το διάστημα είναι η μόνη γέφυρα επικοινωνίας με την πατρίδα μου και ο μόνος τρόπος που μιλώ με τον κόσμο. Διαβάζω το μήνυμα που πριν λίγο έστειλε ο Νίκος και βλέπω ότι είναι και τώρα ενεργός. «Καλησπέρα, πού είσαι ρε;» Φαίνεται πως έχει όρεξη. «Στη Βραζιλία»,του λέω. «Βραζιλία; Και ήντα κάνουν εκειά, έχουν βεντέμα, εποραβδίσανε, χύνουν οι ελιές τους καλά;».

 Καταλαβαίνω ότι μισοαστειεύεται αλλά ίσως και να το εννοεί, εξάλλου είναι η εποχή του ραβδίσματος στην Κρήτη και είναι το βασικό θέμα συζήτησης στα καφενεία των χωριών. «Δεν έχουν επαέ ελιές, δε ραβδίζουνε του λέω». «Δεν έχουνε ελιές; Και πώς κάνουνε παπάρες στο λάδι της σαλάτας εκειά;». Έλα μου ντε, πώς κάνουν; Καλή ερώτηση σκέφτομαι…

Λέμε κι άλλα, λίγο για την Κρήτη, λίγο για το ταξίδι μου, του υπόσχομαι να ανεβάσω φωτογραφίες όπως θέλει και σύντομα. Άντε όμως να ανεβάσεις φωτογραφίες με αυτό το ίντερνετ εδώ. Εδώ κάνει μισή ώρα να δω αν αυτός που μου γράφει είναι ο Νίκος κι όχι η Μαρία. Τόσο καλά! Περνάει η ώρα και κάποια στιγμή τελειώνει η κουβέντα μας και μαζί της η σύντομη αστεία κρητική παρεμβολή στην βραζιλιάνικη πραγματικότητα μου. 

Αφήνω ξανά το τηλέφωνο στο κομοδίνο και αφήνω και τα δυο μου χέρια να απλωθούν στο μεγάλο κρεβάτι. Δεν ξέρω πόσα λεπτά περνάνε, δεν έχω καν καταλάβει τι είδους σκέψεις κυριεύουν το μυαλό μου όταν ακούω από μακριά μια μουσική να πλησιάζει. Στην αρχή πολύ υποτονικά, κάτι σαν θόρυβος και χτυπήματα μου μοιάζει αρχικά μα δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό κι από πού έρχεται. 

Όσο περνάν τα λεπτά νιώθω το θόρυβο να γίνεται πιο έντονος και πιο ρυθμικός και είναι καθαρό πια στα αυτιά μου ότι αυτό που ακούγεται είναι μουσική από κρουστά. Πολλά κρουστά που όλο και πλησιάζουν. Σηκώνομαι και πάω προς το παράθυρο. Δεν μπορώ να καταλάβω αρχικά από πού έρχεται αυτή η μουσική ούτε και τι είναι. Σε λίγο όμως συνειδητοποιώ ότι έρχεται από τον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο του χωριού που κατεβαίνει από τη ζούγκλα, μπαίνει στο χωριό και φτάνει ως τη θάλασσα. 

Στέκομαι κοιτώντας στην κατεύθυνση από όπου νιώθω να έρχεται η μουσική και σιγά σιγά αρχίζω να διακρίνω κόσμο. Αρκετό κόσμο που μοιάζει σαν μια περίεργη νυχτερινή παρέλαση. Διακρίνω ήδη τους πρώτους που προπορεύονται της ανθρώπινης αυτής μάζας. Είναι ημίγυμνοι και κρατάνε τύμπανα. Διάφορα τύμπανα μικρά και μεγάλα κάθε τύπου. 

Καμιά φορά σκέφτομαι ότι αυτή εδώ η χώρα σε κάθε της γωνία είναι η πρωτεύουσα των κρουστών όλου του πλανήτη. Παντού σε κάθε της γωνία άκουσα πολλές μουσικές κι από διαφορετικούς μουσικούς μα η πλειονότητα των οργάνων ήταν κρουστά. Μικρά και μεγάλα κρουστά, από δέρμα ζώων ή από καρπούς διάφορων δέντρων όπως το Μπιριμπάο. Παντού κρουστά. 

Κάνω μια αναδρομή και σκέφτομαι ότι τελικά σε κανένα ταξίδι μου δεν άκουσα τόση πολλή μουσική και δεν είδα τόσους πολλούς καλλιτέχνες όπως εδώ. Εδώ και στην Κούβα. Και όσο φέρνω στο μυαλό μου αυτές τις χώρες νιώθω την σκληρή πραγματικότητα που συνάντησα και στις δυο. Δυο χώρες όμορφες και ταυτόχρονα διαλυμένες. Την Κούβα την κατέστρεψε ο Κομμουνισμός και την Βραζιλία ο Καπιταλισμός. Τι ειρωνεία. Δύο φαινομενικά διαφορετικά συστήματα που όμως τελικά και τα δύο κρύβουν την απόλυτη καταστροφή της προσωπικότητας του ανθρώπου αλλά και του ίδιου του πλανήτη. 

Τα κρουστά στη Βραζιλία είναι τρόπος καθημερινής επικοινωνίας. Ένα παραπάνω εδώ στη Bahia που είναι το πλέον αφρικανικό κομμάτι της Βραζιλίας. Δεν έχει καμία σχέση ο κόσμος εδώ εμφανισιακά με τον Αμαζόνιο, με το Ρίο ή με το νότο. Καμία σχέση. Εδώ είναι Αφρική 100%.

 Κι όχι απλά είναι Αφρικάνοι αλλά είναι και οι πιο όμορφοι μαύροι άνθρωποι που έχω ως τώρα συναντήσει. Τα σώματά τους ειδικά τα αντρικά είναι τόσο καλοφτιαγμένα και δουλεμένα σαν να υπάρχει ένας άτυπος μεταξύ τους διαγωνισμός για το ποιο θα πάρει τα πρωτεία στην τελειότητα. 

Δεν είναι και πολλές μέρες που είχα πάει σε μια βραδιά με capoeira. Η περιοχή που είμαι είναι η πατρίδα του Capoeira. Κι ακόμα και σήμερα αυτός ο πολεμικός χορός αποτελεί ιεροτελεστία που μπορείς να τη βιώσεις ανά πάσα στιγμή σε πολλά σημεία αφού αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Λένε ότι έχει τις ρίζες του στην Αφρική από όπου έφτασαν σκλάβοι οι μαύροι πρόγονοί τους, αλυσοδεμένοι. Και όλο αυτό που κουβάλησαν μαζί τους από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού βρήκε γόνιμο χώμα εδώ και ρίζωσε. Ρίζωσε για τα καλά και αναπτύχθηκε τόσο που σήμερα δε μπορείς να φανταστείς αυτό τον τόπο και τους ανθρώπους του χωρίς το capoeira. 

Έμαθα ότι θα γινόταν μια βραδιά λοιπόν του χορού από ντόπιους χορευτές που λέγεται ότι είναι οι καλύτεροι στον κόσμο. Είχα ακούσει από όσους γνωρίζουν και τα μυστικά αυτού του τόπου ότι εκεί μαζεύονται και οι πιο όμορφες κοπέλες της περιοχής οπότε δεν ήθελα να χάσω αυτό το απροσδόκητο δώρο. Πήγα λοιπόν από νωρίς κι έπιασα θέση, δεν απείχε το μέρος εξάλλου πολύ δρόμο από το δωμάτιο μου. 

Όταν εμφανίστηκαν οι μουσικοί με τους χορευτές και τους μεγαλύτερους σε ηλικία δασκάλους τους κατάλαβα ότι αυτό που θα έβλεπα θα ήταν καλύτερο των προσδοκιών μου. Μετά από ένα σύντομο θρησκευτικό χαιρετισμό ξεκίνησαν τα ρυθμικά κρουστά και οι χορευτές έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό. Κοίταζα χαζεμένος τα σώματά τους και απορούσα που μπορεί να χωρέσει τόση ομορφιά μαζεμένη. 

Η αλήθεια είναι ότι οι άντρες ήταν πολύ πιο όμορφοι από τις γυναίκες και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο σε αυτούς παρά στο αντίθετο φύλο.



Επανέρχομαι στην πραγματικότητα μετά το σύντομο ταξίδι που έκανε το μυαλό μου χωρίς να το καταλάβω στην πρώτη βραδιά capoeira που βίωσα εδώ. Αυτό που με επαναφέρει στην πραγματικότητα είναι ξανά η μουσική αλλά και οι ανθρώπινοι αλαλαγμοί και οι φωνές. 

Νιώθω όλο αυτό το ανθρωπομάνι να πλησιάζει όλο και περισσότερο και με κόβει η περιέργεια να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από μένα στο δρόμο νυχτιάτικα. Παίρνω την απόφαση να σηκωθώ από το κρεβάτι. Βάζω στα γρήγορα τα ρούχα μου και τις σαγιονάρες μου και βγαίνω έξω. Την ώρα που ανοίγω την εξώπορτα φτάνει μπροστά μου το πλήθος. Πλήθος κόσμου, όλοι μαύροι. Άλλοι με τύμπανα στα χέρια τους να τα χτυπάνε αλύπητα, άλλοι με μπουκάλια μπύρας και διάφορα τροπικά ποτά από ζαχαροκάλαμο. Άλλοι με διάφορες μάσκες και μικροαντικείμενα, τραγουδάνε φωνάζουν επικρατεί ένας πανζουρλισμός. 

Δεν κρατιέμαι και ρωτάω ένα στο πλήθος που φαινότανε να μην είναι μεθυσμένος, όπως οι περισσότεροι, τι ακριβώς συμβαίνει και τι είδους παρέλαση είναι τούτη εδώ νυχτιάτικα. Το ότι δεν είναι καρναβάλι είναι το μόνο σίγουρο, πρόλαβα και είδα ήδη καρναβάλι και αυτό με βοηθάει να καταλάβω ότι εδώ συμβαίνει κάτι διαφορετικό από το καρναβάλι που γίνεται σε κάθε σαμποδρόμιο που διαθέτει οπωσδήποτε κάθε πόλη. Το σαμποδρόμιο είναι βραζιλιάνικη καθαρά εφεύρεση και είναι το στάδιο όπου ο κόσμος χορεύει σάμπα. Και σάμπα χορεύει στις παρελάσεις όπως αυτή του καρναβαλιού. 

Αυτό που συμβαίνει όμως εδώ είναι κάτι πιο πρωτόγονο που ούτε το είχα ποτέ φανταστεί ούτε και το είχα διαβάσει σε κάποιο οδηγό. Και το ωραίο είναι ότι μου φαίνεται πολύ πιο αυθεντικό και λιγότερο πλαστικό από το καρναβάλι που έχει μια τεράστια δόση κιτς. Η Βραζιλία βέβαια έτσι κι αλλιώς είναι η αποθέωση του κιτς. Ίσως να είναι και η πατρίδα του, ο χώρος όπου γεννήθηκε το κιτς και η πλαστικότητα που το περιβάλλει.

 Ρωτάω τον άνθρωπο που βλέπω να μη δείχνει μεθυσμένος τι ακριβώς συμβαίνει. Με κοιτάζει και καταλαβαίνει ότι είμαι τουρίστας. Όσο και να θέλω δε θα μπορούσα να κρυφτώ. Δεν είναι μόνο το χρώμα του δέρματος μου που είναι λευκό. Δεν είναι μόνο και τα σπαστά άθλια τελικά όπως τώρα τα ακούω Πορτογαλικά μου. Αυτό που δείχνει τελικά πόσο τουρίστας είμαι είναι το μπλουζάκι μου. 

Αρκετό καιρό πριν είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από τους καταρράκτες στο Foz do Iguacu που αγόρασα ένα από τα μπλουζάκια που πουλάνε στους τουρίστες εκεί με την πανοραμική θέα των καταρρακτών που κοστίζει το ένα πολύ πιθανό όσο δέκα ημερομίσθια των ανθρώπων που τα φτιάχνουν κατά χιλιάδες σε μια μέρα. Μόνο ένας τουρίστας εδώ στη Bahia θα φορούσε ένα μπλουζάκι που γράφει LOS CATARATAS με μεγάλα γράμματα. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι φοράω ένα ηλίθιο τουριστικό μπλουζάκι αλλά όπως συνειδητοποιώ μάλλον είμαι και ο μόνος που γενικά φοράω κάτι από τη μέση και πάνω αφού όλοι φοράνε μονάχα ένα σορτσάκι ή μαγιό και τις σαγιονάρες τους. Αυτό που νιώθω και είναι η πραγματικότητα είναι ότι όλοι αυτοί φοράνε σχεδόν με τη βία και το σορτσάκι. Κανονικά θα προτιμούσαν να είναι εντελώς γυμνοί αλλά η αυστηρή αστυνομία απαγορεύει τη γύμνια. 

Κι εδώ στην ακτή της Bahia αλλά και στην αντίπερα πλευρά της χώρας όπως και ουσιαστικά παντού οι πρόγονοι αυτών εδώ των ανθρώπων είχαν μάθει για αιώνες από καταβολής κόσμου να ζούνε εντελώς γυμνοί στη ζούγκλα. Εντελώς γυμνοί λόγω της ανυπόφορης ζέστης και της υγρασίας. Με την έλευση των λευκών τους επιβλήθηκε με τη βία να φορέσουν ρούχα. Τους επιβλήθηκε με τη βία να γίνουν Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί. Μα δεν το ήθελαν και δεν τους ταίριαζε. Έτσι βαθειά μέσα τους παρέμειναν άνθρωποι της ζούγκλας. Μπορεί σήμερα να μένουν σε σπίτια κι όχι σε καλύβες οι περισσότεροι, μπορεί να έχουν ζωές όπως οι κατακτητές τους αλλά ποτέ δεν απαρνήθηκαν τις πραγματικές τους ρίζες και καταβολές. 

Κι αυτή εδώ η βραδινή παρέλαση αυτό μου έβγαζε. Είχε κάτι από τους πολεμικούς χορούς των αντρών στην Αφρική μπολιασμένο με τα τύμπανα και το χορό της Λατινικής Αμερικής.



Ρωτάω τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου να μου εξηγήσει όσο μπορεί τι ακριβώς συμβαίνει. Με κοιτάζει και με ρωτάει αν έχω τσιγάρο να του δώσω. Δεν έχω. Δεν καπνίζω, ποτέ δεν κάπνιζα αλλά εδώ αυτοί το έχουν θεοποιήσει το τσιγάρο όσο πουθενά στον κόσμο.

 Με κοιτάζει με μια απίστευτη απογοήτευση για το τσάμπα τσιγάρο που θα του έδινα αν είχα. Αλλά δεν έχω. Τον ρωτάω ξανά να μου εξηγήσει τι συμβαίνει εδώ. Με κοιτάζει και μου λέει αν έχω να του δώσω μπύρα ή αν έχω μερικά κέρματα να αγοράσει με αυτά μια μόνος του. Τι να του κάνω του άμοιρου που κατέβηκα από το δωμάτιο κακήν κακώς με τη φασαρία και δεν πήρα τίποτα μαζί μου, ούτε πορτοφόλι. Μονάχα τη φωτογραφική μου την οποία δεν την αποχωρίζομαι ποτέ.

 Με κοιτάζει ξανά με περισσότερη απογοήτευση και περιφρόνηση μαζί. "Μα τι άνθρωπος είσαι εσύ", μου λέει. "Τέτοια βραδιά και ούτε καπνίζεις ούτε πίνεις". "Τι βραδιά είναι;" του λέω.  Εκεί επιτέλους λύνεται η γλώσσα του και αρχίζει να μου εξηγεί. Είναι η βραδιά των νεκρών. Τιμούν τους νεκρούς που έχουν φύγει από τον κόσμο αυτό. Και μπορεί να έχουν φύγει και να μην τους βλέπουν οι νεκροί όμως περιφέρονται και ζούνε ανάμεσά τους. Και απόψε η βραδιά αυτή τους ανήκει. Κι επειδή στον κόσμο των νεκρών δεν υπάρχει ούτε μουσική ούτε τσιγάρο, ούτε αλκοόλ πίνουν , καπνίζουν και παίζουν μουσική οι ζωντανοί για να τα νοιώσουν μαζί τους και οι πεθαμένοι και να χαρούν κι αυτοί. 

Τι όμορφος κόσμος σκέφτομαι και το μυαλό μου πάει στη γιαγιά μου που από την ημέρα που έφυγε ο παππούς μου όπου έβρισκε λουλούδι το στόλιζε στον τάφο του άντρα της για να το βλέπει και να το χαίρεται κι αυτός αφού στον άλλο κόσμο δεν έχει λουλούδια.



Η πομπή του κόσμου από όσο κατάλαβα θα πήγαινε προς τη θάλασσα. Μικρός ο τόπος του χωριού, οι επιλογές λίγες. Ίσως κάπου εκεί να ήταν και το νεκροταφείο τους, δεν είμαι σίγουρος αν το είχα προσέξει τις μέρες που περιφέρομαι εδώ στο χωριό. Ίσως να πέρασα κιόλας πολλές φορές από μπροστά του μα δεν το πρόσεξα. Εδώ και χρόνια έχω καταλάβει ότι διαθέτω επιλεκτική μνήμη και θυμάμαι μονάχα όσα θέλω να θυμάμαι.

 Το ίδιο μάλλον θα συμβαίνει και με τα όσα βλέπω, πρέπει να διακατέχομαι κι από κάποιας μορφής επιλεκτική όραση και θυμάμαι μονάχα όσα θέλω, όσα κινούν τον τροχό του μυαλού μου σε τροχιές που αγαπώ και θέλω να βαδίζω. Ξαφνικά αφέθηκε το μυαλό μου ελεύθερο να γυρίζει σε όμορφες εικόνες από αυτές που ήθελα να κρατήσω. 

Δεν ξέρω πόσο αλήθεια κράτησε αυτό μα το μυαλό μου αστραπιαία ίσως ταξίδεψε στη χτεσινή ημέρα. Ήταν η πρώτη μέρα που πραγματικά έφυγα από την παράκτια ζώνη του χωριού και τις παραλίες του. Βγήκα με το τζιπάκι μου στην περιφερειακή οδό που οδηγεί μέσα από ατελείωτα χιλιόμετρα πυκνής ζούγκλας στο βορρά. 

Είναι απίστευτο για κάποιον που δεν ξέρει την περιοχή το γεγονός ότι με το που βγεις από το χωριό και περάσεις κι από τις τελευταίες βρώμικες φαβέλες του ξεκινά μια ασύλληπτα όμορφη ζούγκλα. Μια πυκνή ζούγκλα που καλύπτει κάθε αμυχή του φλοιού της γης, κάθε γωνιά των λόφων και των ισιάδων. Μια ζούγκλα που το μόνο που τη διακόπτει είναι μεγάλες εκτάσεις νερού που είναι έλη ή ποτάμια που έχει πολλά εδώ. Και ο δρόμος.

 Ο δρόμος που οδήγησα για να πάω σε ένα μεγάλο καταρράκτη καλά κρυμμένο. Το πώς έμαθα την ύπαρξη αυτού του καταρράκτη είναι μάλλον καθαρά θέμα τύχης. Κάποιος έτυχε να δει το τουριστικό μπλουζάκι μου με τους καταρράκτες που είχα πάει και με ρώτησε γελώντας αν μου άρεσε. Αφού κατάλαβε ότι μου αρέσουν πολύ οι καταρράκτες μου είπε για την ύπαρξη και των πολλών καταρρακτών της περιοχής. 

Είχα σκοπό από την πρώτη στιγμή να περάσω κάποιες μέρες εξερευνώντας το τροπικό δάσος της Bajia αλλά από τη στιγμή που άκουσα για τους καταρράκτες τίποτα πια δε με κρατούσε. Αυτό που όμως με σημάδεψε σε αυτή τη βόλτα είναι μια μικρή αναλαμπή της τύχης. Από αυτές που σε κάνουν να λες ότι τελικά αξίζει την όλη ταλαιπωρία του να είσαι τουρίστας σε αυτά τα μέρη.

 Όπως οδηγούσα κάτω από τα θεόρατα δέντρα και χάζευα τον ορίζοντα από το μόνο άνοιγμα που υπήρχε, αυτό του δρόμου ξαφνικά ένα τεράστιο κατάμαυρο τζάγκουαρ διέσχισε τρέχοντας το δρόμο μου από άκρη σε άκρη τρέχοντας να κρυφτεί ξανά στην απέναντι μεριά του δάσους. Δε θυμάμαι για πόσα δευτερόλεπτα κράτησε το πέρασμά του μα ήταν ότι πιο όμορφο έχω δει. Το τζάγκουαρ είναι ο βασιλιάς στη ζούγκλα εδώ. Είναι ο μεγαλύτερος θηρευτής μα είναι και ζώο περήφανο και έτσι προτιμά να κρύβεται από τους ανθρώπους όχι όμως επειδή τους φοβάται. Θα μπορούσε να κάνει τον καλύτερο και πιο γραμμωμένο άντρα του Itacare μια χαψιά σε λίγες στιγμές. Μα δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Είναι χαρακτηριστικό της κενότητας των ανθρώπων να επιδεικνύονται. Όχι των ζώων όπως το τζάγκουαρ που επιθυμεί να περνάει απαρατήρητο.

 Στενοχωρήθηκα αρκετά επειδή τόσο γρήγορα όπως ήρθε στη ζωή μου έφυγε κιόλας και δεν πρόλαβα να βγάλω την φωτογραφική μηχανή μου να το φωτογραφίσω. Τουλάχιστον θα το θυμάμαι. Μόλις χάθηκε μέσα στα πυκνά φυλλώματα σαν να ορκίστηκα κατά κάποιο τρόπο μέσα μου να το θυμάμαι όσο ζω. Ίσως και ποτέ πια να μην έβλεπα τζάγκουαρ στη ζωή μου.

 Κάμποσα χιλιόμετρα μετά την αναπάντεχη αυτή συνάντησή μου έφτασα στον πρώτο καταρράκτη της περιοχής. Πολύ ερημιά για ένα τόσο μαγευτικό τοπίο. Δεν το περίμενα ότι δεν θα έχει κόσμο. Κοίταξα προσεκτικά γύρω την περιοχή. Άνθρωπος γεννημένος πουθενά. Μα ούτε ένας! Τι απίστευτα όμορφη που είναι καμιά φορά η ερημιά, ειδικά όταν έχεις πάνω από το κεφάλι σου να κρέμεται ένα καταρράκτη ογδόντα μέτρων! Κοίταξα ξανά γύρω μου, δεν ξέρω πόσες φορές ίσαμε να μου φύγει το σφίξιμο. Είναι επικίνδυνα εδώ, παντού παραμονεύει ο κίνδυνος και για το παραμικρό μπορεί να βρεθείς με μια σφαίρα στο κεφάλι. Για τον πιο ασήμαντο λόγο όπως το ότι έχεις μαζί σου μια φωτογραφική ή ένα κινητό. Τόσο απλά με ένα πυροβολισμό από το πουθενά αποχαιρετάς αυτό τον μάταιο κόσμο.

 Αυτό το σφίξιμο και αυτός ο παράξενος φόβος με συντρόφευε σε κάθε κίνησή μου σε όλη τη Βραζιλία. Κάποια στιγμή μετά από μέρες στη χώρα έπεσε στην αντίληψή μου η ύπαρξη του Itacare. Κάπου το άκουσα, κάπου διάβασα ότι ανήκει λέει σε μια λίστα με τα δέκα καλύτερα χωριά που αξίζει να ζήσει κάποιος στον κόσμο. Δεν είναι ότι πιστεύω αυτές τις λίστες με τα «καλύτερα» αλλά να για κάποιο λόγο ήθελα να έρθω προς τα εδώ. Δεν ήξερα ακριβώς αλλά είναι από κείνες τις περιπτώσεις που σε τραβάει μια δύναμη ανώτερη από σένα και κάποια στιγμή σταματάς να της αντιστέκεσαι και απλά παραδίνεσαι. 

Έτσι λοιπόν έγινε και σε αυτή την περίπτωση και ήρθα εδώ. Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν είναι μέρος για να ζήσεις πραγματικά ούτε και είναι στα δέκα καλύτερα του κόσμου. Ο κίνδυνος σε συντρόφευε κι εδώ όπως και σε κάθε άλλη γωνιά της χώρας. Μόνο που εδώ ήταν περισσότερο φτιασιδωμένος και καλύτερα δοσμένος. Προσπάθησα να βγάλω την αίσθηση του φόβου από μέσα μου. Κοίταξα ακόμα μια φορά τριγύρω και αποφάσισα να πετάξω από πάνω μου ότι ρούχο φορούσα και να μπω στο νερό. 

Μπήκα στο νερό και άρχισα να κολυμπάω κόντρα στο ρεύμα για να φτάσω ακριβώς κάτω από την πτώση του νερού. Τι μαγεία ήταν αυτή! Τι πρωτόγνωρος κόσμος! Εγώ, το κρύο νερό και ο Θεός. Τίποτα άλλο! Αυτό το μπάνιο στον ερημικό καταρράκτη είναι από εκείνες τις εικόνες που ήξερα ότι θα κρατούσε για πάντα η επιλεκτική μνήμη μου.



Αυτή ήταν η πρώτη μέρα που βγήκα από τα στενά όρια της περιοχής του χωριού. Μέχρι τότε είχα περάσει ώρες στις παραλίες και τους μικρούς κόλπους που σχηματίζονται ολόγυρα στον μεγάλο κόλπο. Χάζευα την ομορφιά του ωκεανού μαζί με τα καλλίγραμμα σώματα των surfers  που σερφάρανε για ώρες δαμάζοντας τα κύματα. 

Οι περισσότεροι surfers εδώ είναι άντρες από όλο τον κόσμο. Και είναι τα σώματά τους τα καλύτερα που έχω συναντήσει. Δεν έκανα ποτέ surf ούτε εδώ μήτε αλλού μα ομολογώ πως έχω περάσει ώρες και μέρες στο Itacare χαζεύοντας αυτά τα καλοσμιλεμένα αντρικά ή και γυναικεία σώματα. Το μέρος φημίζεται για τον ιδιαίτερο κυματισμό του και είναι ο λόγος που μαζεύει τόσους πολλούς surfers. 

Τα βράδια που ο κόσμος φεύγει από τη θάλασσα και αφήνει τα κύματα στην μοναξιά και την ηρεμία τους οι surfers περπατάνε στην πόλη. Τους γνωρίζεις από μακριά. Είναι όλοι το ίδιο λες και τους έχει βγάλει μια μηχανή όλους. Περπατάνε πάντα με μια μπύρα στο χέρι και φοράνε όλοι σαγιονάρες και βερμούδα πολύχρωμη. Ποτέ δε φοράνε μπλουζάκι ακόμα και τις ώρες που η τροπική ζέστη της μέρας μετατρέπεται σε ένα νυχτερινό δροσερό αεράκι που φέρνει ο ωκεανός. Θέλουν σε κάθε τους βήμα να είναι ημίγυμνοι έτσι ώστε να μη χάνουν ευκαιρία να δείχνουν τα καλοσχηματισμένα σώματά τους κάτι που θα τους βοηθήσει στην εύρεση της επόμενης τους ερωτικής περιπέτειας.

 Και όντως δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει εδώ μα ο έρωτας πλανιέται στον αέρα τα βράδια. Φταίει μάλλον αυτή η αύρα που φέρνει ο ωκεανός που ξυπνά τα σώματα από τον ολοήμερο λήθαργο της τροπικής ζέστης. Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ ξεχύνονται θαρρείς από όλους τους δρόμους οι surfers και αναζητούν τον έρωτα μαζί με τις μπύρες και τις caipirinha.



Όσο περνάνε οι μέρες εδώ καταλαβαίνω ότι δεν είναι μονάχα οι surfers που αποζητούν τον έρωτα μετά τις περιπέτειες της ημέρας στα κύματα. Το ίδιο νιώθω να τον αποζητώ κι εγώ. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι εδώ επιτέλους θα ηρεμήσω, ότι δεν θα τρέχω πίσω από ηλιοκαμένες υπάρξεις και ότι θα αφοσιωθώ μονάχα στην παρακολούθηση της ζωής των ντόπιων χωρίς να θελήσω να πάρω μέρος σε αυτή. 

Πίστευα ότι σε αυτό το απομακρυσμένο από τον κόσμο χωριό θα βρω τη γαλήνη μετά από όλα όσα τράβηξα στο μακρινό αυτό ταξίδι. Πίστεψα προς στιγμή ότι δεν θα τριφτώ με άλλα κορμιά, δεν θα υποκύψω στη στιγμιαία εκπλήρωση της σαρκικής επιθυμίας που μου κατάφαγε τις σάρκες σε όλο το προηγούμενο ταξίδι μου. Μα μέρα την ημέρα που περνάει εδώ το κλίμα που είναι πιο ανθρώπινο και δείχνει να θεραπεύει εντελώς τον οργανισμό μου και την ως πρότινος τσακισμένη υγεία μου νιώθω να με προκαλεί να μπω ξανά σε νέες περιπέτειες. 

Πολλές φορές νιώθω αυτό να φαντάζει μοιραίο και να μην μπορώ ούτε εδώ να αποφύγω τη συνάντηση με τον έρωτα όσο κι αν έλεγα ότι εδώ τουλάχιστον θα ξεφύγω από τα επιπόλαια δίχτυα που μου έστησε στις προηγούμενες στάσεις του. Κι ο έρωτας εδώ ξέρει πώς να χτυπάει ανελέητα. Το ένοιωσα καλά στην καρδιά του Βορρά το ένιωσα και στο κέντρο της χώρας. Εδώ ξεκίνησε κάπως διαφορετικά θα έλεγα αλλά η ουσία είναι η ίδια.



Η παρέλαση προχωρούσε προς τα εμπρός μα εγώ ήμουν σταθερός στο σημείο που έφτασα κάτω στο δρόμο. Κάποια στιγμή όλοι οι χορευτές και οι μεθυσμένοι με προσπέρασαν κι έμεινα μόνος όπως και πριν με το μυαλό μου ακόμα γεμάτο από όλο αυτό το ανθρωπομάνι, από όλα αυτά τα χρώματα, τους ήχους και τις εικόνες που είδα. Αποφάσισα να επιστρέψω στο δωμάτιο μου και να πολεμήσω την αϋπνία μου..



Εδώ και μέρες πηγαίνω στο ίδιο σημείο κάθε μέρα για να πάρω το πρωινό μου. Κάμποσα φρέσκα τροπικά φρούτα, φτηνό λευκό ψωμί και ομελέτα με καφέ ζεστό. Το ίδιο πρωινό κάθε μέρα στο ίδιο σημείο και με την ίδια σερβιτόρα την Ιζαμπέλα . 

Αυτό το κορίτσι κατά βάθος είναι ο λόγος που κάθε πρωί βρίσκομαι στο ίδιο μαγαζί. Βρίσκεται στο κέντρο της μεγάλης παραλίας του Itacare που μπορεί να μην έχει τη γραφικότητα των μικρών όρμων της πίσω πλευράς ούτε τα πιο καθαρά νερά μα έχει τη σερβιτόρα. Μπορεί το φαγητό να είναι κάτι λιγότερο από μέτριο αλλά δεν θα το άλλαζα το μέρος με το καλύτερο εστιατόριο στα εμπορικά του Sao Paolo. Όχι με τίποτα. Το μαγαζί είναι στο κέντρο της μεγάλης παραλίας, πάνω στην άμμο και το σκιάζουν οι κοκοφοίνικες και οι πανέμορφες τροπικές αμυγδαλιές. Έτσι μου τα είπαν αυτά τα πλατύφυλλα δέντρα κι ας μην είναι αμύγδαλο ο καρπός που βγάζουν.

 Από διακόσμηση και καθαριότητα δεν διαφοροποιείται και τόσο από τα άλλα μαγαζιά τριγύρω. Έχει μικρά τετράγωνα τραπεζάκια που πάνω τους έχουν μια ζαχαριέρα και ένα πλαστικό που διαφημίζει την κρύα μπύρα της περιοχής. Τόσο απλά. Η ζαχαριέρα είναι γεμάτη με μυρμήγκια που σαλεύουν μέσα στη ζάχαρη δίνοντάς σου την αίσθηση ότι κινείται όλο το περιεχόμενο. 

Με τον καιρό το συνήθισα κι αυτό και πραγματικά δε θυμάμαι κάποιο σημείο σε όλη τη χώρα που να είδα ζάχαρη χωρίς αμέτρητα μυρμήγκια. Ακόμα γελάω με ένα ζευγάρι Ιταλών που γνώρισα. Σε όλο το ταξίδι δεν είχαν πιει ούτε μια κούπα καφέ επειδή έπιναν τον καφέ τους με ζάχαρη κι επειδή πάντα και παντού έβλεπαν μυρμήγκια μέσα στη ζάχαρη δεν έπιναν ποτέ καφέ. Μιλούσαν με τα πιο μελανά χρώματα για την εμπειρία τους αυτή στη χώρα και όσο έδειχνα εγώ αδιάφορος τόσο και πιο πολύ θύμωναν.



Η Ιζαμπέλα λοιπόν ήταν ο πραγματικός λόγος που ερχόμουν κάθε πρωί στο μαγαζί. Έπαιρνα το πρωινό μου χαζεύοντας τον ήλιο κάθε μέρα να σκαρφαλώνει στον ουρανό από την πέρα πλευρά του χωριού ενώ ταυτόχρονα ένιωθα την Ιζαμπέλα να σκαρφαλώνει στην καρδιά μου και να την κυριεύει. Επειδή ερχόμουν πρωί είχα όλη την άνεση να της μιλήσω επειδή ο περισσότερος κόσμος που αποτελούσε την πελατεία του μαγαζιού ήταν τουρίστες που ερχόταν στην παραλία μετά τις δέκα. Όχι νωρίτερα, κανείς εξάλλου δεν είχε όρεξη να κατέβει πολύ πρωί για μπάνιο. 

Έτσι έβρισκα την ευκαιρία κάθε μέρα να πλησιάζω όλο και πιο πολύ την Ιζαμπέλα που δεν είχε πελάτες να εξυπηρετήσει το πρωί και ήταν εύκολα προσεγγίσιμη. Το χωριό είχε πολλά ζουμερά κορίτσια μα δεν ξέρω πως και γιατί δεν πλησίασα άλλο. Σαν να είχε από την αρχή η καρδιά μου επιλέξει αυτή. Κοίταζα το απίστευτα καμωμένο σώμα της και σκεφτόμουν τον ιδανικό τρόπο να την προσεγγίσω. Σκεφτόμουν πολλές φορές να τη φιλάω και ένιωθα τα χείλη μου να αγγίζουν και να γεύονται σκληρά ροδάκινα πασπαλισμένα με άχνη. Κάπως έτσι το φανταζόμουν. 

Προσπαθούσα να καταλάβω ποιος είναι ο τρόπος εδώ να προσεγγίσεις ένα κορίτσι. Μια μέρα μετά από κάμποσες μπύρες μιλώντας με ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ψαρά του είπα έτσι απλά ότι θέλω ένα κορίτσι του χωριού, δικό τους όχι τουρίστρια. Δεν ήξερα πώς να την προσεγγίσω του είπα. Γέλασε και με όλη την απλότητα του κόσμου μου είπε. «Εδώ αν θες να κοιμηθείς με ένα κορίτσι είναι το μόνο εύκολο. Την πλησιάζεις και απλά της λες ότι θες να κάνετε έρωτα. Θα της πληρώσεις όμως τη μπύρα που θα πάρει. Κι αν είναι κακό κορίτσι και ζόρικο και καταλάβει ότι είσαι ξένος θα σου ζητήσει και δεύτερη μπύρα. Σπάνια και τρίτη. Πρέπει να της αγοράσεις τη μπύρα. Μετά θα έρθει μαζί σου. Αν της δείξεις ότι κρατάς και κάποια χρήματα θα έρθει σίγουρα. Δεν υπάρχει ουδεμία περίπτωση να μην έρθει». 

Αυτό το τελευταίο δε μου άρεσε και το έδειξα στην έκφραση του προσώπου μου. Ο ψαράς το κατάλαβε και μου είπε με τον ίδιο απλοϊκό τρόπο ξανά. "Εμ μα είστε και ρομαντικοί εσείς στην Ευρώπη, τι να σου κάνω; Εδώ τα κορίτσια δεν θέλουν αγάπη, μπύρες και ίσως λεφτά, τίποτα άλλο".



Δεν είχα σε καμιά περίπτωση όρεξη να ακολουθήσω την πρακτική συμβουλή του για να προσεγγίσω την Ιζαμπέλα. Δεν είναι ότι δεν είχα τα χρήματα, αστείο μου φαινότανε το ότι με ένα δολάριο έπαιρνες μια μπύρα.

 Απλά δεν μου έβγαινε τόσο ξερά, ήθελα λίγο παιχνίδι, λίγη αγωνία, λίγο από αυτό το σκίρτημα που κάνει τους ανθρώπους να διαφέρουν από τα ζώα. Αποφάσισα να την πλησιάσω λοιπόν λίγο διαφορετικά. 

Τις πρώτες μέρες είχα απλά ανταλλάξει λίγες κουβέντες μαζί της και είχα μάθει τα βασικά. Τίποτα το περίεργο. Η ζωή των περισσότερων ανθρώπων εδώ δε διαφέρει από τον άλλων και δεν κρύβει εκπλήξεις. Λίγο πολύ όλοι τα ίδια έχουν, το ίδιο τρώνε, τα ίδια σκέφτονται και γενικά γράφουν την ίδια τροχιά.



Είχα όμως αποφασίσει να της μιλήσω ξανά σήμερα να δω αν θα μπορούσα να καταφέρω κάποια συνάντηση για το απόγευμα που δεν είχε δουλειά. Μου σέρβιρε το πρωινό μου όπως κάθε πρωί έχοντας πάντα το ίδιο εκφραστικό χαμόγελο που συνόδευε κάθε της κίνηση. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι ίσως σύντομα θα έφευγα κι από το Itacare, ότι μπορεί να ξεχνούσα τις αμμούδες και τους κοκοφοίνικες του αλλά ποτέ δεν θα ξεχνούσα αυτό το χαμόγελο. 

Με τις μέρες αυτό το χαμόγελο είχε γίνει η πιο όμορφη εικόνα που είχα σχηματίσει για το Itacare. Και δεν έχει σημασία που ήμουν και τι έκανα κάθε μέρα,  αυτό το χαμόγελο σκεφτόμουν. Είχα φέρει μαζί μου το μικρό lap top που κουβαλούσα στο ταξίδι μαζί μου και το είχα ανοικτό πάνω στο μικρό μου τραπέζι. Πιάσαμε την κουβέντα μιας και ακόμα δεν είχε κόσμο.

 Της είπα ότι είμαι από την Ελλάδα κι ότι μου αρέσει πολύ. Χαμογέλασε αλλά δεν ήξερε που είναι η Ελλάδα, δεν την είχε ακούσει ποτέ μου είπε αυτή τη χώρα. Της είπα ότι είναι στην Ευρώπη και έδειξε κάτι να καταλαβαίνει. Άνοιξα στον υπολογιστή μου ένα φάκελο με φωτογραφίες από την Κρήτη που είχα μαζί μου για να της δείξω που μένω. 

Αφού είδαμε μερικές ξαφνικά κάλυψε την οθόνη του υπολογιστή μια φωτογραφία που είχα τραβήξει πέρσι το χειμώνα από το παράθυρό μου. Θα ήταν Ιανουάριος μετά τη μεγάλη χιονιά που είχε κάνει κι από το παράθυρό μου έλαμπε ολόλευκος ντυμένος στα χιόνια ο Ψηλορείτης. Μόλις είδε αυτή τη φωτογραφία αναφώνησε. Φωτίστηκε με μιας το πρόσωπό της και έδειχνε σαστισμένη. 


«Έχει χιόνι εκεί που μένεις;», με ρώτησε. «Είναι απίστευτο το ότι μένεις σε μέρος που έχει χιόνι. Μένεις σε χώρα εξωτική εμείς εδώ δεν έχουμε ποτέ χιόνι κι εγώ δεν το έχω δει ποτέ στη ζωή μου παρά μόνο σε φωτογραφίες. Αυτό είναι απίστευτο ότι  μένεις σε μια εξωτική χώρα. Είχα ακούσει ότι εξωτική χώρα είναι η Ελβετία και ο Καναδάς που έχουν χιόνια. Δεν ήξερα ότι και η χώρα σου είναι τόσο εξωτική».

 Γέλασα με την έκπληξή της και της είπα ότι δε μένω σε εξωτική χώρα. Της είπα ότι για μας εξωτική χώρα είναι η Βραζιλία με τα φοινικόδεντρα, τις εξωτικές παραλίες και τα πολύχρωμα πουλιά. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την πρότασή μου και πέρασε στην αντεπίθεση λέγοντας μου με μια απίστευτη βεβαιότητα ότι εξωτική είναι μια χώρα που έχει χιόνια και φοράς μπουφάν και κουκούλα και αντί για σαγιονάρες φοράς μπότες ζεστές. 

Μου φάνηκε αστείο αρχικά το γεγονός ότι για αυτήν ζούσα σε μια χώρα εξωτική επειδή έχει χιόνι το χειμώνα αλλά μετά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Ότι τελικά αυτό που δεν έχουμε είναι  το εξωτικό, αυτό που μα λείπει. Τόσο απλά. Η Ιζαμπέλα δεν είχε δει ποτέ της χιόνι και το είχε όνειρο ζωής. Όπως ακριβώς για μένα ήταν τα πολύχρωμα πουλιά και τα μελαψά σώματα όπως το δικό της. Της πέταξα λίγο απότομα η αλήθεια είναι ότι αν θέλει μπορεί να έρθει να την πάρω μαζί μου στην Ελλάδα επειδή μου αρέσει πολύ.

 Απότομα της το είπα σκέφτηκα μα όταν είδα τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της κατάλαβα ότι δεν έκανα λάθος. «Ναι κύριε θέλω πολύ κι εγώ αν έρθω στην Ευρώπη. Εκεί που ο κόσμος έχει μεγάλα σπίτια και όλοι είναι λευκοί». Είναι λίγο σοκαριστικό μα παρότι εδώ όλοι σχεδόν είναι μαύροι και πολύ όμορφοι, το πρότυπο της ομορφιάς είναι το λευκό. Όσο πιο βαθειά γνώριζα αυτή τη χώρα πηγαίνοντας σιγά σιγά σε μη τουριστικά μέρη τόσο περισσότερο καταλάβαινα την αλήθεια του πληθυσμού της χώρας. Όλοι σχεδόν είναι μαύροι ή ιθαγενείς ινδιάνοι όπως ήταν όλοι πριν έρθουν οι λευκοί και οι σκλάβοι από την Αφρική. 

Μα όπου κι αν πήγαινα έβλεπα διαφημίσεις στους δρόμους και στα περιοδικά που έδειχναν μονάχα λευκούς ανθρώπους. Σε κάθε μαγαζί έπαιζε πάντα μια τηλεόραση που όλοι κοιτούσαν καθηλωμένοι μέρα και νύχτα. Και σε αυτή την οθόνη έβλεπες πάντα μονάχα λευκούς ηθοποιούς και πρωταγωνιστές. Λευκούς παρουσιαστές και καλεσμένους. Και σε κάθε δρόμο αφίσες πολιτικών για τις εκλογές που πλησίαζαν και όλοι οι υποψήφιοι ήταν λευκοί. 

Τρομερό αυτό που συνέβαινε και φρικιαστικό. Αν κάποιος δεν περπατούσε τη χώρα και έβλεπε μονάχα τηλεόραση και τις εικόνες των δρόμων θα πίστευε ότι σε αυτή τη χώρα είναι όλοι λευκοί και με ξανθά μαλλιά οι περισσότεροι. Έφερα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου και αμέσως συνειδητοποίησα τι σκεφτόταν η Ιζαμπέλα βλέποντάς με κάθε μέρα εκεί. Τελικά δεν ήταν καθόλου παράξενο ότι ήταν πρόθυμη να με ακολουθήσει αν είχα σκοπό να την πάρω μαζί μου. Προσπάθησα να δω πως περνάει γενικά την ημέρα της επειδή είχα καταλάβει ότι κάποια στιγμή τελειώνει με την εργασία της και κάπου θα πήγαινε. Πολύ πιθανόν στη θάλασσα. 

Της είπα ότι κάθε μέρα κι εγώ πάω οπωσδήποτε στη θάλασσα κι αν πήγαινε κι αυτή θα ήθελα να βρεθούμε το απόγευμα. Της είπα και σε ποιες παραλίες έχω πάει. Πέρα από τη μεγάλη παραλία είχα πάει και στις άλλες τρεις, τις μικρότερες από την πίσω μεριά του κόλπου. Εκεί είχα ανακαλύψει ανάμεσα στους φοίνικες και στις απλωμένες πρόχειρα ιστιοσανίδες του surf το δικό μου παράδεισο. Γέλασε όταν κατάλαβε ότι έχω πάει σε όλες για μπάνιο.

 Με κοίταξε και μου είπε ότι πίσω από τις τρεις αυτές παραλίες ξεκινάει ένα μονοπάτι στη ζούγκλα που σε λιγότερο από μισή ώρα σε βγάζει στην κρυφή παραλία της περιοχής που είναι και η τελευταία πριν το πέτρινο ακρωτήριο που φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα. Κι όχι μόνο η τελευταία αλλά μακράν η καλύτερη σύμφωνα με τα λεγόμενα όλων εκεί. Τόσο καιρό στην περιοχή κι ακόμα δεν είχα πάει σε αυτή την παραλία. Είχα ακούσει ότι την περιοχή που διασχίζει το μονοπάτι την ελέγχουν οι ντόπιες συμμορίες και είναι πολύ επικίνδυνο να τολμήσεις να μπεις μέσα στο δάσος. 

Το είπα στην Isabella ότι εδώ και μέρες θα ήθελα να πάω σε αυτή την παραλία αλλά δε με άφηνε ο φόβος μου. Εγώ που ως τώρα είχα κάνει οτιδήποτε τολμηρή αποκοτιά υπήρχε στον πάνω κόσμο φοβόμουν να μπω στο μονοπάτι εκείνο. Της το είπα ξανά μη φοβούμενος ότι μπορεί να πέσω λίγο από τα μάτια της λόγω του φόβου. Με άκουσε και είπε «δίκιο έχεις, τον τελευταίο καιρό έχουν χτυπήσει πολύ κόσμο εκεί. Πολλούς ξένους. Δε χτυπάνε ποτέ ντόπιους. Μονάχα όσους δεν είναι από εδώ». Αυτή σα ντόπια είχε πάει. Όχι τα τελευταία χρόνια αλλά σαν παιδί.

 Τότε βέβαια δεν υπήρχαν τουρίστες στο Itacare και όλα ήταν διαφορετικά. Ο ερχομός των τουριστών έφερε και την άνοδο των συμμοριών αφού πλέον υπήρχαν υποψήφια θύματα. Δεν υπήρχε λόγος να χτυπήσουν κάποιο ντόπιο. Τι να του πάρουν άραγε αφού δεν έχουν τίποτα πάνω τους… Της χαμογέλασα και ήξερα ότι είχα πάρει αυτό που ήθελα. Έπρεπε τώρα να φύγω. Πλήρωσα το λογαριασμό μου αφήνοντας πολλά χρήματα παραπάνω από όσα έπρεπε να δώσω.



 «Για σένα» της είπα, χαιρέτησα, έβαλα ξανά τις σαγιονάρες μου που ήταν γεμάτες άμμο και έκανα να φύγω. Ένιωθα μέσα μου να γίνεται ένας πόλεμος. Μα καλά τι ακριβώς είχα κάνει πάλι; Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι εδώ δεν θα έμπλεκα. Ότι εδώ θα ξεκουραζόμουν και τίποτα δεν θα χαλούσε την γαλήνη μου καμιά περιπέτεια, καμιά ατασθαλία. Τι ήθελα πάλι και ξεκινούσα από την αρχή μια ιστορία που στο τέλος ίσως το μόνο που μπορούσε να μου αποφέρει θα ήταν ο δύσκολος αποχωρισμός μου από το μέρος αυτό. Ωχ θεέ μου σκέφτηκα που πάω πάλι να μπλέξω.

 Το Itacare θα ήταν ο τόπος που απλά θα αφηνόμουν χωρίς τίποτα να με διακόψει από την τροπική μεθυστική ραστώνη μου. Το Itacare θα ήταν η εκδίκηση για μια βιαστική ζωή γεμάτη από το άγχος του να κάνω κάτι. Του να κυνηγήσω το χρόνο. Το Itacare θα ήταν το χωριό όπου θα αφηνόμουν να κυνηγώ τα κύματα κι όχι τα επιπόλαια φλερτ και τους επώδυνους έρωτες. 

Ένιωθα ένα νέο βάρος να πλησιάζει ξανά το κορμί μου και πραγματικά δεν ήξερα πώς να το αποφύγω ούτε και μπορούσα να καταλάβω πως είχα ξανά μπλεχτεί. Σαν όλα να είχαν γίνει πιο γρήγορα από όσο τα περίμενα και για ακόμα μια φορά έχασα τον έλεγχο των καταστάσεων. Έσερνα τις σαγιονάρες μου βαριεστημένα στην άμμο, ένιωσα ξαφνικά να με τυφλώνει ο δυνατός ήλιος. Άνοιξα την τσάντα μου κάπως αγχωτικά βρήκα τα γυαλιά του ηλίου, τα έβγαλα από τη θήκη τους και τα φόρεσα. Ένιωθα μια περίεργη χαρά για αυτό που είχα καταφέρει και ταυτόχρονα ένα είδος πανικού για αυτό που είχα κάνει. Ναι είχα κλείσει ραντεβού για σήμερα μαζί της μετά που της έταξα ότι θα την πάρω μαζί μου στην Ευρώπη. 

Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και με παρέσυρε πάλι αυτή η ύπαρξη μα ένιωθα περίεργα. Σαν μια δυνατή φωνή μέσα μου να μου έλεγε ότι δεν αντέχει άλλες περιπέτειες αυτό εδώ το ταξίδι, ότι δεν σηκώνει άλλα πάθη αυτή εδώ η πορεία ότι καλύτερα θα ήταν να τα ξεχάσω όλα και να αφοσιωθώ στην απόλυτη χαλάρωση. Μα από την άλλη η ίδια φωνή με τραβούσε και μου έλεγε ότι αυτό είναι που έχω ανάγκη. Ότι είμαι εκεί να τρυγήσω το ώριμο πια φρούτο της ζωής στο σώμα της Isabella. 

Προσπάθησα λίγο να μην τα σκέφτομαι όλα αυτά και δοκίμασα να βάλω άλλες εικόνες στο μυαλό μου. Θυμήθηκα μια μέρα που περπάτησα στην αριστερή πλευρά της μεγάλης παραλίας εκεί που το μανγκρόβιο δάσος έμπαινε στη θάλασσα. Όλη αυτή η αριστερή πλευρά μετά τη μεγάλη παραλία δεν είχε αμμουδιές ούτε κύματα, ούτε surfers. Μονάχα μεγάλες υδάτινες εκτάσεις καλυμμένες από μανγκρόβια φυτά μέσα στο νερό μέχρι βαθειά μέσα σε σημείο να μην μπορείς να καταλάβεις που τελειώνει η ξηρά και που ξεκινά η θάλασσα. 

Εκεί ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση είχε κανάλια που οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν σαν περάσματα για τις βάρκες τους και στο τέλος της υδάτινης αυτής λαγκούνας  είχε μια ξύλινη προβλήτα με πασσάλους χωμένους βαθειά στη λάσπη όπου έδεναν τις βάρκες τους. Εκεί ακριβώς στην προβλήτα πήγα περνώντας μέσα από πολλά παραπήγματα και πρόχειρες καλύβες όπου οι ψαράδες έβαζαν τα σύνεργά τους. 

Πέρασα αρκετή ώρα χαζεύοντας τον πρωτόγονο κύκλο της ζωής και του ψαρέματος τους που όμως τους απόδιδε πολύ ψάρι. Ήταν γεμάτες αυτές οι υγρές εκτάσεις από ψάρι επειδή ο μεγάλος ποταμός του Itacare τροφοδοτούσε την λαγκούνα με πλούσια λάσπη, γεμάτη με φαγητό για τα ψάρια. Φωτογράφιζα τους ψαράδες και τα μικρά τους παιδιά που τους βοηθούσαν να βγάλουν έξω τις ξύλινες βάρκες τους και να ξεφορτώσουν την ψαριά της ημέρας. Τα ψάρια ήταν ακόμα ζωντανά και σπαρταρούσαν όπως τα έπιαναν τα παιδικά χέρια και τα πετούσαν έξω από τη βάρκα.

 Έπειτα το μυαλό μου έφυγε από κει και βρέθηκε σε ένα πολύ μικρό χωριό που βρήκα λίγο πιο έξω από το Itacare. Εκεί δεν είχε θάλασσα, ούτε βάρκες με ψάρια μα μονάχα μερικές καλύβες πολύ πρόχειρα φτιαγμένες και οι αυλές τους ήταν μέσα στη λάσπη αφού δεν υπήρχε δάπεδο. Ανάμεσα σε πολλά κακαόδεντρα και αυλάκια με γλυκοπατάτες είδα ένα μικρό ξυπόλητο αγοράκι να παίζει με τα μικρά γουρουνάκια της οικογένειας του που το είχαν πάρει στο κυνήγι. 

Έτρεχε το μαυράκι, έτρεχαν τα γουρουνάκια και όταν έφταναν στην άκρη του καλαμένιου φράκτη οι ρόλοι αντιστρέφονταν και το κυνήγι ξεκινούσε προς την άλλη κατεύθυνση. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι τα γουρουνάκια ζούσαν στο ίδιο σπίτι με την οικογένεια του μικρού και μοιράζονταν τον ίδιο ακριβώς ζωτικό χώρο. Όλοι μαζί, άνθρωποι και ζώα. 

Κάποια στιγμή πλησίασα όσο μπορούσα το φράκτη. Είχα μια δυνατή θέληση να φωτογραφίσω το παιδάκι μέσα στις λάσπες. Το πλησίασα και μόλις με κοίταξε είδα στο πρόσωπό του το μεγαλύτερο χαμόγελο του κόσμου. Αυτό το τόσο γεμάτο χαμόγελο ήρθε και τώρα στο μυαλό μου. Με αυτές τις άσχετες εικόνες και σκέψεις δοκίμασα να γεμίσω το μυαλό μου.

 Γρήγορα όμως επέστρεψε στην πραγματικότητα και στις σκέψεις μου για την Isabella. Βαριά και δύσκολη υπόθεση ο έρωτας και ένιωθα ότι εδώ στο ήρεμο αυτό χωριό θα με σημάδευε και μένα. Ήρθαν ξανά στο μυαλό μου οι αρνήσεις και οι καταφάσεις μπλεγμένες και οι δυο μαζί, τα πρέπει και τα θέλω μου. Η ανάγκη να χαλαρώσει το σώμα μου και να απολαύσει τις εικόνες της φύσης και από την άλλη η ανάγκη να βουτήξει ξανά στα σκοτεινά νερά του έρωτα. Δε μπορούσα να ηρεμήσω. Είχα σκοπό να πάω ξανά στο δωμάτιό μου. 

Στερέωσα τα γυαλιά μου καλά στα μάτια μου. Δε μπορούσα να ησυχάσω από τις σκέψεις. Ένιωθα ότι ήθελα να περάσει γρήγορα η ώρα να συναντήσω την Isabella στην παραλία. Από την άλλη τρόμαζα και ήξερα ότι θέλω να αργήσει. Σήκωσα το βλέμμα ίσια μπροστά και κοίταξα προς την άκρη της παραλίας. Κάπου εκεί πίσω ήταν το δωμάτιό μου. Έσυρα τη σαγιονάρα μου πάνω στην ξανθιά άμμο κάνοντας το πρώτο βήμα. «Ότι είναι να γίνει ας γίνει», είπα. «Όλα για κάποιο σκοπό γίνονται. Ας είναι ο σκοπός αυτός ευλογημένος κι ας με φέρει πιο κοντά σε αυτό που αναζητώ». Έσυρα τα βήματά μου στην ,άμμο και προχώρησα προς τα πέρα. Ήξερα πια ότι το Itacare ήταν ο προορισμός …







  





Σελίδες