Η πορφύρα ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων στην Κρήτη κι άλλες
περιοχές του Αιγαίου και ευρύτερα του μεσογειακού χώρου και θεωρούνταν η
ωραιότερη και φυσικά η ακριβότερη χρωστική ουσία για τη βαφή υφασμάτων.
Λέγοντας πορφύρα συνήθως εννοούμε και τα κοχύλια από τα
οποία προέρχεται η βαφή και την ίδια τη βαφή που ήταν έντονου πορφυρού χρώματος.
Ο Αριστοτέλης πάντως είχε ονομάσει την βαφή «άνθος».
Οι Μινωίτες γνώριζαν πώς να παράγουν και να χρησιμοποιούν την βαφή της πορφύρας και μάλιστα με
πρωτοποριακό τρόπο.
Η παράδοση αναφέρει πως ο σκύλος του Ηρακλή είχε φάει ένα
κοχύλι πορφύρας και το στόμα του βάφτηκε κόκκινο. Παρατηρώντας τον η νύμφη
Φοινίκη, ανακάλυψε τον τρόπο παραγωγής του πορφυρού χρώματος. Αυτό κατά τον
Πολυδεύκη συνέβη επτά γενεές πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Άλλοι μύθοι αναφέρουν
πως ανακάλυψε τη βαφή ο βασιλιάς Φοίνικας, αδελφό του Θηβαίου Κάδμου και της
Ευρώπης, ο οποίος ίδρυσε την πόλη Τύρο, όπου κατασκευάζονταν τα καλύτερα
πορφυρά υφάσματα.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ίσως, οι πρώτοι ιστοριογράφοι της
αρχαίας Ελλάδας αναφέρονται στη λέξη Φοίνιξ με την έννοια του ερυθρού. Ίσως όμως
η εξήγηση να είναι πιο απλή καθώς αν ένας σκύλος έφαγε πορφύρα και το στόμα του
έγινε κόκκινο γιατί να μην είχαν φάει και οι άνθρωποι τέτοια κοχύλια με τα ίδια
αποτελέσματα ανακαλύπτοντας έτσι τη βαφή;
Η πορφύρα θεωρούνταν από ανέκαθεν ευγενές χρώμα και σύμβολο των θεών και των βασιλέων.Ο Θησέας, λέει ο μύθος, πως όταν προκλήθηκε από το Μίνωα να αποδείξει τη θεϊκή καταβολή του βυθίστηκε στη θάλασσα και στη συνέχεια αναδύθηκε φορώντας πορφυρό ένδυμα που του είχε δώσει η Αμφιτρίτη.
Οι Ασσύριοι είχαν καταγράψει δυο είδη πορφυρού χρώματος, το
κόκκινο και το βιολετί, το ίδιο και ο Αριστοτέλης που κάνει λόγο για την
χρωματική ποικιλία φοινικική, δηλαδή την κόκκινη και τη αλουργή, δηλαδή την ιώδη.
Ο Αισχύλος είχε γράψει ότι ήταν η πιο ακριβή βαφή του κόσμου
ίσης αξίας με το χρυσό και τον άργυρο.
Οι πληροφορίες που κατέγραψαν για την πορφύρα οι αρχαίοι συγγραφείς για τα πάνω από 3000 χρόνια ύπαρξης της πορφύρας άφησαν πολλά ερωτηματικά γιατί ήταν μεν συγγραφείς αλλά δεν ήταν ειδικοί στη βαφή των υφασμάτων, όπου υπήρχε μεγάλη μυστικοπάθεια.Οι μετέπειτα πάντως ανασκαφές έδωσαν απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα που γέννησαν οι συγγραφικές αναφορές της αρχαιότητας.
Η αρχαιολογική έρευνα λοιπόν έδειξε πως υπάρχουν τρία είδη κοχυλιών
που δίνουν πορφύρα και είχαν χρησιμοποιηθεί στη Μεσόγειο, το murex brandaris, το purpura haemastroma και το murex trunculu. Τα δυο πρώτα δίνουν το κόκκινο χρώμα και το τρίτο το
ιώδες.
Στην Κρήτη υπήρχαν πολλά εργαστήρια παρασκευής και χρήσης της
πορφύρας, όπως κατέδειξαν οι ανασκαφές.
Που βρίσκεται η βαφή
Η βαφή υπάρχει στα κοχύλια σε αδένα που τον αφαιρούσαν με
ακαριαίο σπάσιμο του οστράκου και με ζωντανό τον οργανισμό ώστε να μην χαθεί η
βαφή.
Σε κάθε κοχύλι η βαφή ήταν ελάχιστη και απαιτούνταν χιλιάδες
όστρακα για να βάψουν ένα χιτώνα. Η συλλογή των οστράκων, όπως αναφέρει ο
Αριστοτέλης, γινόταν την άνοιξη. Τα όστρακα της πορφύρας είναι σαρκοφάγα κι
αυτό οι συλλέκτες τους το εκμεταλλεύτηκαν στήνοντας παγίδες με δολώματα, όπως μύδια,
για να τα πιάσουν. Υπήρχαν και πιο εύκολες τεχνικές, όπως το να βάζουν στη
θάλασσα δέρμα ζώου ή νεκρά ψάρια γύρω από τα οποία μαζεύονταν τα κοχύλια της πορφύρας
για να φάνε.
Αφού τα μάζευαν και αφαιρούσαν τη βαφή ακολουθούσε ξήρανση και λεπτή κονιοποίηση σε γουδί. Συντήρηση της βαφής γινόταν με τη χρήση μελιού σε σφραγισμένα πιθάρια. Αν τα όστρακα ήταν μικρά τα έσπαγαν και χρησιμοποιούσαν όλη την μάζα τους.Η βαφή βαμβακιού και μαλλιού με τη πορφύρα γινόταν σε διάφορα στάδια με πολύπλοκες διαδικασίες και μυστικές.
Τα κείμενα περί βασιλικών πορφυρών υφασμάτων πινακίδων
Γραμμικής Β’ του 13ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκαν στην Κνωσσό, οι αναπαραστάσεις
πορφυρών ενδυμάτων και τέλος η παρουσία οστρέων Murex στην Κρήτη και το Αιγαίο
υπήρξαν αφορμή για την υποστήριξη της άποψης
ότι οι Αιγαιοπελαγίτες υπήρξαν πρωτοπόροι στη χρήση της πορφύρας.
Στις περισσότερες παράκτιες εγκαταστάσεις των Μινωιτών και
αργότερα των Μυκηναίων βρίσκονται διάφορα όστρακα του είδους Murex
θρυμματισμένα.
Συγκεκριμένα στην Κρήτη, στο Παλαίκαστρο (γύρω στο 1600
π.Χ.) υπάρχουν πολλά Murex αναμειγμένα με κεραμική της Μεσομινωικής και
Υστερομινωικής περιόδου. Ανασκαφικά ευρήματα που μαρτυρούν την ύπαρξη τους
βρέθηκαν επίσης στο ανάκτορο του Ζάκρου, στο Κουφονήσι, στον Μακρύγυαλο, στον
Μύρτο, στον Πύργο, στα Μάλια, στην Κνωσσό, στην Τύλισσο, στον Γιούχτα, στον
Κομμό, στα Χανιά, στις Κυκλάδες, στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, στα Κύθηρα, στις
Πελοποννησιακές ακτές, στην Αργολίδα, στην Αττική, στην Αίγινα, στην Κύπρο,
στην Τροία και στις ακτές της Μικράς Ασίας.
Από τη μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η αρχή της παραγωγής πορφυρού χρώματος θα πρέπει να τοποθετηθεί σε φάση πρωιμότερη της Υστερομινωϊκής περιόδου.Τότε ακριβώς επιβεβαιώνεται η παρουσία της όπως μαρτυρούν και οι πινακίδες της Κνωσσού. Παραμένει όμως αναπάντητος ο προβληματισμός σε ότι αφορά στη γένεση και στην έκταση της παραγωγής.
Η χρήση της πορφύρας συνεχίστηκε και στις μετέπειτα
περιόδους με έμφαση στην Ρωμαϊκή περίοδο όπου υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε
κοινούς θνητούς να ντύνονται με πορφυρά ρούχα.
(Με πληροφορίες από την εργασία «Πορφύρα, μία πολύτιμη
χρωστική της αρχαιότητας» της Λίλιαν Καραλή, Καθηγήτριας Προϊστορικής
Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και δημοσίευμαμα του archaiologia.gr με τίτλο «Η
περίφημη αρχαία πορφύρα της Ερμιόνης και η τεχνολογία της» των Δρ. Σταύρου
Πρωτόπαππα και Βασίλη Γκάτσου)
| Όστρακα πορφύρας στο Μουσείο Αγίου Νικολάου |
| Πορφύρα σε ακτή της Κολοκύθας, Ελούντα |
