Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα καταγεγραμμένα από τον Παύλο Βλαστό το 1850 - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα καταγεγραμμένα από τον Παύλο Βλαστό το 1850

 


Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς όπως τα κατέγραψε ο Παύλος Βλαστός στον τόμο 14 Ἀ του αρχείου του το 1850.


Τα χαρακτηρίζει ως τα παλαιότερα καταγεγραμμένα της εποχής του και δεν έχουμε λόγο να μην τον πιστέψουμε.


Προέρχονται από την τότε επαρχία Αμαρίου, όπου σύμφωνα με τον ίδιο τα τραγουδούσαν.


Μας τα έστειλε ο οικονομολόγος, εκπαιδευτικός και τελειόφοιτος  ΠΜΣ Ιστορικής Έρευνας, Διδακτικής & Νέων Τεχνολογιών, Χαράλαμπος Αγγελάκης κι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:


Κάλανδα τῆς Ἀρχηχρονιάς

(ἀδόμενα εἱς τήν Ἐπαρχία Ἀμαρίου)

 

Ταχυά, ταχυα ‘ν’ἀρχημενιά, ταχυά’ν’ἀρχή τοῦ χρόνου,

ταχυά ‘ν’ἀπού προπάτηξεν Ἀφέντη μας ‘στον κόσμο,

Κ’ἐβγήκεν κ ἐχαιρέτιξεν οὖλους τσῆ ζευγολάτες,

Πρῶτος ἀπού ‘χαιρέτιξεν ἦτον Ἂγιος Βασίλης.

-Καλῶς τά κάνεις Βασιλειό, τι σπέρνεις τήν ἡμέρα;

 

-Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε,

ταγή καί ρόβι δεκοχτώ κι’ἀπονωρίς ‘στό σταῦλο

Μ’αλήθεια, κάτω ‘στό γιαλό, κάτω ‘στο περιγιάλι,

μουζούρι στάριν ἒσπειρα κ’ἐβγήκε μου φτωχάρι.

Ἐκεῖ τ’ἀνεριαστήκανε λαγούδια καί περδίκια,

μήδε λαγούδια ‘σκότωσα , μηδέ περδίκια εἶδα.

Μά πήγα κι’ἀναμάζωξα τ’ἀπομεινάρια ὂλα

Κ’εἰς τ’ἀπολαγουδίσματα εὐρήκα χίλια μόδια

κ’εἰς τά ξεπερδικίσματα χίλια καί πεντακόσια

 

-Εσένα πρέπει Βασιλειό τ’ἀρσενικό ζευγάρι,

τό μαῦρο καί τό γαλανό καί τό ξεφανοκέρι,

ὂπου τό βλόησεν ὁ Θιός μέ τό δεξί του χέρι,

μέ το δεξί, με το ζερβί, μέ τό μαλαματένιο.

Μάλαμα νά’ν’τ’ἀλέτρι του κι’ἀσήμι ὁ ζυγός του,

τ’ἀπανωζεύλια τοῦ ζυγοῦ ἀσημοκαπνισμένα

και διαμαντένιο τό ἱνί πλεμμένο μέ τ’ἀτσάλι,

καί τό μακρύ βουκέντρι του, ἀφος τοῦ μαλαμάτου

‘στήν ἂκρα να’χη τό Σταυρό ‘στή μέση Θεοτόκο,

κ’ἐκεῖ ποῦ το χεροκρατεῖ να’χει τόν Ἂη-Γιάννη.

Ἂγιε μου Γιάννη βλέπετο, Θέ μου! ξεμίστευγετο,

Χριστέ και Παναγίου μου, σκέπε καί φύλαε το.

Άπό ‘παμεν τοῦ ζευγαριοῦ, ἀς ποῦμεν τοῦ Βασίλη,

Ἂγιος Βασίλης ἒρχεται ἀπο τήν Καισαρία,

κ’ἐβάσταν κ’εἰς τό χέρι του κομμάτι προσφορίδι,

βαστά λιβάνι καί κερί, χαρτί καί καλαμάρι,

το καλαμάριν ἒγραφε καί το χαρτί ‘μολόγα,

‘στή στράτα τοῦ συναπαντοῦν οἱ σκὐλ’οἱ γι’Ὀγουδαίοι.

τόν στένουν καί τόν ἒβιαζαν, νά τῶνε ‘πῆ τραγούδια.

 

-Δέν μ’ἒμαθεν ἡ μάνα μου τραγούδια γιά νά λέω,

μά μ’ἒβαλεν εἱς τό σκολειο γράμματα νά μαθαίνω,

 

-Καί σάν ἡξεύρεις γράμματα, ‘πέ μας τήν ἂλφαβητα,

Καί τό ῤαβδίν τ’ἀκούμπησε νά πῆ τήν ἂλφα βήτα,

καί τό ῤαβδ’ἢτονε ξερό χλωρούς βλαστούς ἐπέτα,

κι’ἀπανω ‘στση χλωρούς βλαστούς ἀητοφωληά χτισμένη,

κι’ἀπάνω στην ἀητοφωλιά, χώρα ξετελειωμένη,

Κάτω ‘στη ῤίζα τοῦ ραβδιοῦ βρύσες ἐκυματοῦσαν, κ’ἐκατεβαίναν τά πούλιά κ’ἐρραίναν τά φτεράτων,

κ’ἐρραίναν τόν ἀφέντη μας τόν πολυχρονισμένο.

Ἒιπαμ’έδά τού Βασιλειοῦ, ἂς ποῦμεν καί τ’ἀφέντη,

χίλια καλῶς εῦρήκαμε τ’ἀφέντη μας τσῆ πόρτες,

ὀποῦ ‘χει αὐλαῖς καί κάμερες γεμᾶτες μέ λογάρι.

Μέσα κοιμᾶτ’ἀφέντη μας ὁ μοσχοκανακάρης,

καί ποιός θά ‘μπῆ, καί ποιός θά βγῆ νά μᾶς τονε ξυπνῆση;

 

-Φέρετε μῆλα δώδεκα, Κυδώνια δεκαπέντε,

φέρετε καί ῤοδόσταμο γιά νά τόνε ῤαντίσω.

κ’ἐγώ θα ‘μπῶ κ’ἐγώ θα’βγῶ νά σάς τόνε ξυπνήσω.

Ξύπνησ’ἀφέντη, ξύπνησε κ’ἡ ἐκκλησιαίς σημαίνουν,

καί οἱ Ἀγγέλοι λειτουργοῦν τοῦ λόγου σ’ἀνημένουν,

Χρόνους πολλούς νά ‘σαι καλά μέ τή νοικοκερά σου,

χαρά νά ‘νε ‘στο σπίτι σου κ’ὐγεία ‘στά παιδιά σου.

Σήκω να φᾶς λαγοῦ μερή κι’ἀπ’ἀγριμιοῦ τή μέση,

νά φᾶς κι’ἀπού τήν πέρδικα τήν ἀηδονολαλοῦσα,

Εἲπαμ’ἐδά τ’ἀφέντη μας, ἂς πούμε τσῆ κερά μας,

Κερά μαρμαροτράχηλη, φεγγαρομαγουλάτη,

καί κρουσταλίδα του νεροῦ καί πάχνι’ἀπού τά χιόνια,

Τό φουστανάκι ποῦ φορεῖς εἶνε κακορραμένο, καί πέψε μου το ‘στό σκολειό νά σου τό καλορράψω.

Νά βάλ’ἀητούς καί πέρδικες, ἀηδόνια, χελιδόνια,

καί τσ’ἂνοιξις τσῆ ροδαριές μέ δένδρα τ’ανθισμένα.

Τόν οὐρανό μέ τ’ἂστρα του, τόν ἢλιο τό φεγγγάρι,

νά βάλλω καί βιολάτορα νά βάλλω καί παιχνιώτη, νά τραγουδ’ὁ βιολάτορας, νά χαίρετ’ὁ παιχνιώτης.

Ἀπόπαμεν καί τῆς κεράς, ἀς ‘ποῦμεν καί τσῆ βάγιας,

Ἂψε, βαγίτσα τό κερί, ἂψε καί τό διπλέρι,

καί κάτσε καί λογάριασε, ἦντα θα μᾶσε φέρεις.

Βάλε ‘στ’ἀξάη ἀμύγδαλα, πανιέρια λεφτοκάρια

καί βάλε καί γλυκό κρασί νά πιοῦν τά παλλικάρια.

ἀπου τον κρασοπύθαρο νά πιοῦμε μιά γεμάτη.

κι’ἂν εἶν’και περισσότερο βαστοῦμεν καί τ’ἀσκάκι

Ἀπάκι γὴ λουκάνικο, γί ἀπό πλευρού κομμάτι,

κι’ἀπού τή μαύρην ὂρνιθα κιανέναν αὐγουλάκι,

κι’ἂν εἶν ἀπου τη γαλανή ἂς εἶν καί ζευγαράκι,

Κι’ἀπού τήν κοφφινίδα σας, πού ‘χετε τά κουλούρια

νά μάς ἀποχαιρίσεται νά βάλουμε ‘στη βούργια.

κι’ἀπού τ’ἀμπάρι, βάγια μου ὀπού ‘χει τό σιτάρι,

νά μάς καλοχερίσετε πολύ ἀπό ἀξαϊ.

Κι’ἀπού το λαδοπίθαρο κιανέναν ὀκαδάκι.

κι’ἀν εἶν καί περισσότερο βαστοῦμε καί τ’ασκάκι.

[εάν ἐχουν τέκνα προσθέτουν]

Ἂν ἒχουν καί μωρό παιδί ‘στά πύρπυρα χωσμένο,

κι’ἂν ἒχουν καί μεγαλοπό, ‘στή σέλα καθησμένο

Νά σιῆ τά μανικάκια του νά πέφτη τό λογάρι,

νά τό μαζών’ἡ μάννα του νἀ ‘χη χαρά μεγάλη.

[ὀταν δέν ἀνοίγεται ἡ ἒξώ θύρα νά εἱσέλθουν]

Ἀκόμη δέν τόν ηὒρηκες τόν μάνταλο ν’ἀνοίξης,

νά μᾶσε δώσης τίβοτς καί πάλι νά σφαλίξης;

Τά πόδια μου μαργόσανε νά στέκω στό σοκκάκι,

για τό κομμάτι τό ψωμή, γιά τήν μπουκιά τ’ἀπάκι.

[Ἀνοιγόμενης της θύρας λέγουν]

Ἂν ἦνε μ΄ετό θέλημα, ἂσπρη μου περιστέρα,

ἀνοίξετε τήν πόρτα σας, νά ποῦμε Καλησπέρα

[φιλοδωρηθέντες καί ἀπερχόμενοι λέγουν]

‘Επά ποῦ καλαντίσαμε, καλά μᾶς ἐπλερώσαν,

καλά νά πᾶν τά ἒχη των καί τ’ἀποδώματα των.

Καί τοῦ καιροῦ χαρούμενοι καί καλοκαρδισμένοι.

[Τό ἀποχαιρετήριον]

Τέσσερα, πέντε γράμματα ποῦ τά’χ’ἠ ἂλφα, βῆτα,

ὂσ’ἀπομένετ’ἐδεπὰ, ἒχετε καλή νύχτα.


[Εὐγνωμονοῦμεν τῷ φίλω Μιχαήλ Σημαντῆρι, Ἰερεῖ τοῦ χωρίου Μέρωνος ὂστις μᾶς ἀπέστειλε τ’ἀνωτέρω Κάλανδα τά ὁποῖα εἶνε καί πληρέστερα τῶν λοιπῶν καί ἲσως τἀ ἀρχαιοτερα] 


(Φωτογραφία Nelly's)


Σελίδες