Η επιβλητική βενετσιάνικη έπαυλη De Mezzo στο μεσαιωνικό οικισμό Ετιά Σητείας - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Η επιβλητική βενετσιάνικη έπαυλη De Mezzo στο μεσαιωνικό οικισμό Ετιά Σητείας



Στην είσοδο του οροπεδίου των Αρμενοχαντράδων, στο μεσαιωνικό οικισμό της Ετιάς του Δήμου Σητείας, δεσπόζει η περίφημη έπαυλη των De Mezzo. 

Είναι ένα από τα λίγα διατηρούμενα δείγματα κοσμικής αρχιτεκτονικής της Βενετοκρατίας σε αγροτικό οικισμό.

Ο οικισμός της Ετιάς, όπου βρίσκεται η έπαυλη, έφθασε στο απόγειο της ακμής του κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας (τέλη 15ου - 17ου αιώνα).

Ο Giuseppe Gerola αναφέρει ως ιδιοκτήτες της έπαυλης την οικογένεια De Mezzo, με βάση τα οικόσημα της πρόσοψης.

Η μελέτη των αρχειακών πηγών, και συγκεκριμένα των καταστίχων των νοταρίων των οικισμών ωστόσο μας πληροφορεί ότι οι αναφορές στον Pero De Mezzo και τον γιο του, Marco De Mezzo, ισχυρούς παράγοντες του τόπου, καθώς και στην κύρια κατοικία τους στους Βαβέλους, είναι πυκνές στο διάστημα από το 1580 ως το 1610. 

Ωστόσο, απουσιάζουν αρχειακές ειδήσεις σχετικές με την κατοικία των Mezzo στην Ετιά. Μέχρι το θάνατο του Marco De Mezzo, το 1609-1610, δεν έχουμε κανένα στοιχείο για οικοδομική δραστηριότητα ούτε αναφορά στην οικία της Ετιάς. 

Αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε σημαντική αλλαγή στην προϋφιστάμενη κατοικία της οικογένειας, δηλαδή το πυργόσπιτο, που αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της μετέπειτα έπαυλης.

Μετά το θάνατο του Marco De Mezzo τη διαχείριση της περιουσίας ανέλαβε ο άνδρας της εγγονής του, Πιαγκέτας, ο condottiere Antonio Dandolo.

Δραστήριος και ισχυρός φεουδάρχης, αποτέλεσε τη νέα ηγετική προσωπικότητα, έγινε ο αρχηγός της οικογένειας και εμφανίζεται με πλήθος δραστηριοτήτων και αξιωμάτων για τρεις σχεδόν δεκαετίες.

Η συγγένεια των αρχιτεκτονικών στοιχείων της έπαυλης με εκείνα της Μονής της Κυρίας Ακρωτηριανής, που ανακαινίστηκε το 1624, και της κοντινής μονής της Αγίας Σοφίας, της οποίας οι πτέρυγες κελιών και η επέκταση του ναού κατασκευάστηκαν το 1634 επιτρέπουν την αναγνώριση ενός κοινού μοντέλου, και πιθανολογούν ακόμη και την ύπαρξη κοινού συνεργείου κατασκευής.

Είναι επιπλέον γνωστό ότι οι οικογένειες Mezzo και Dandolo
είχαν στενές σχέσεις με τον ηγούμενο της Κυρίας Ακρωτηριανής, Γαβριήλ Πεντόγαλο, και είχαν χρηματοδοτήσει την ανακατασκευή της μονής .



Με τα δεδομένα αυτά, μπορούμε να τοποθετήσουμε την κατασκευή της τελικής μορφής της έπαυλης μεταξύ του 1620 και του 1635.

Η αποτύπωση της έπαυλης και η μελέτη της αρχιτεκτονικής της οφείλονται στην αείμνηστη Νίκη Κριτσωτάκη, που από το 1974 μέχρι το θάνατό της αποτύπωσε, σχεδίασε και μελέτησε το μνημείο.

Το αρχικό κτίσμα είναι ένα συμπαγές διώροφο πυργόσπιτο, αντίστοιχο με τα υπόλοιπα πυργόσπιτα-οχυρές οικίες που συναντούμε σε ολόκληρη την Κρήτη .Διακρίνονται οι αρμοί του κτηρίου στη δυτική όψη και στον πρώτο όροφο. Μία πολεμίστρα σώζεται στη νότια όψη και διατηρούνται ίχνη από τις άλλες δύο στο εσωτερικό.

Η σημερινή μορφή με τα πλούσια αναγεννησιακά στοιχεία ανάγεται στις αρχές του 17ου αιώνα. Η δεύτερη αυτή φάση περιλαμβάνει την επέκταση προς νότια, ανατολικά και βόρεια, καθώς και τον όροφο (piano nobile). Έχει φρουριακό χαρακτήρα εξωτερικά, με κάτοψη σχεδόν τετράγωνη, και με επιβλητική κύρια είσοδο στη νότια πλευρά.

Οι ανάγλυφες αντωπές μορφές (χίμαιρες) με ανθοφόρους βλαστούς υποβαστάζουν το οικόσημο των De Mezzo.Στο ίδιο υπέρθυρο γύρω από τον ανάγλυφο διάκοσμο υπάρχει η λατινική επιγραφή (INTRA VOSTRA SIGNORIA SENZA RISPETTO) δηλαδή ας μπει μέσα η αφεντιά σας χωρίς να ντραπεί, χωρίς αναστολή.

Η πρόσοψη ήταν διώροφη, ενώ η οπίσθια ζώνη, με δωμάτια χαμηλότερου ύψους, είχε τρεις στάθμες. Στεγαζόταν με τετράριχτη κεραμοσκεπή στέγη, κατ’ αναλογία με πολλά μέγαρα που σώζονται στην Ιταλία.

Ο αύλειος χώρος διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα και περιβάλλεται από ψηλό αναλημματικό τοίχο προς τα ανατολικά. Από τις θολωτές αποθήκες (magazzini) προς δυτικά σώζονται μόνο οι τοίχοι.

Αριστερά της έπαυλης είναι κτισμένη μια βρύση της οποίας το νερό έπεφτε μέσα σε γούρνες. Πάνω σε αυτήν βλέπουμε εντοιχισμένη επιγραφή που αναφέρει ως χρονολογία κτήσης της το 1701 και το όνομα του Επισκόπου Μελετίου Τριβιζά.

Η τυπολογία της έπαυλης των De Mezzo δεν έχει αντιστοιχίες με καμιά από τις σωζόμενες βενετσιάνικες επαύλεις της Κρήτης.

 Όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της έπαυλης στην εκτεταμένη της μορφή της δεύτερης φάσης, μαρτυρούν γνώση και επαφή με τα επίκαιρα αρχιτεκτονικά ρεύματα στη μητρόπολη Βενετία, όπου μετά το 1530 η εισδοχή των μορφών της ώριμης Αναγέννησης χαίρει γενικευμένης αποδοχής.

Η χρήση σε λιθανάγλυφα των μυθολογικών μορφών, των προσωπείων και των διακοσμητικών θεμάτων, μαρτυρεί τη γνώση και χρήση των αντίστοιχων σχεδίων σε χαρακτικά, με προέλευση την Ιταλία αλλά και τις βορειοευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Φλάνδρα), όπου τα προσωπεία ήταν προσφιλές θέμα.

 Μετά την τουρκική κατάκτηση και την αποχώρηση των Βενετών, Τούρκοι αξιωματούχοι εγκαταστάθηκαν στην έπαυλη. Τελευταίος απόγονός τους υπήρξε ο γνωστός, για τις θηριωδίες κατά των χριστιανών, Μεμέτακας Μπαλουξής, ο επονομαζόμενος Σεραγιανός, υποδιοικητής Σητείας με έδρα τον Χανδρά.

Η έπαυλη είναι μέχρι σήμερα γνωστή και με την ονομασία Σεράγιο ή Σεράι. Η τρίτη κατασκευαστική φάση, της Οθωμανικής περιόδου, περιλαμβάνει προσθήκες και μετασκευές, καθώς και τις εγκαταστάσεις του λουτρού στο ανώγειο και τις αποχετεύσεις .

Το κτήριο, παρά τις ζημιές που υπέστη από το σεισμό του 1815, φαίνεται ότι σωζόταν ακέραιο μέχρι το 1828, όταν οι Τούρκοι, πιεζόμενοι από τους χριστιανούς επαναστάτες, οχυρώθηκαν μέσα σε αυτό για να σωθούν.

Σφοδρές μάχες έλαβαν χώρα στην Ετιά με κατάληξη τη σφαγή των Τούρκων. Μετά την αποχώρησή τους, οι επαναστάτες εφόρμησαν στο κτήριο, αφαίρεσαν την ξύλινη στέγη και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές .

Στο σεισμό του 1856, που έπληξε με ιδιαίτερη ένταση την επαρχία της Σητείας, φαίνεται ότι κατέπεσε μεγάλο μέρος των τοίχων του ορόφου και των εξωτερικών του κτισμάτων. Μετά την επανάσταση του 1897 αφαιρέθηκαν λίθινα μέλη του και άφθονο οικοδομικό υλικό για την ανέγερση ναού της περιοχής.

Στην κατάσταση αυτή παρέμεινε το μνημείο επί δεκαετίες, με περιστασιακή χρήση σταυλισμού ζώων, ενώ συνεχιζόταν η αφαίρεση των λαξευτών κυρίως λίθων. Το κτήριο αγοράστηκε το 1959 από την Αρχαιολογική Εταιρεία για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου και κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (Π.Δ. 18-2-1959, ΦΕΚ 60/1959).

Μετά την αγορά του έγιναν κατά πάσα πιθανότητα οι κατεδαφίσεις των επικρεμάμενων υψηλών τοίχων του πρώτου ορόφου. Σήμερα η Έπαυλη έχει αναστυλωθεί και αποκτήσει κάτι από την παλιά αίγλη της.

(Πηγή: Αρχαιολογικό έργο Κρήτης 2, πρακτικά της 2ης συνάντησης, Ρέθυμνο 2010, Δάφνη Χρονάκη, «Οι εργασίες αναστήλωσης της έπαυλης των De Mezzo στην Ετιά Σητείας»)


















Σελίδες