Ο δρόμος που πλάνευε τους επισκέπτες του Ηρακλείου αλλά είχε βαφτεί στο αίμα το 1898 (φωτογραφίες) - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Ο δρόμος που πλάνευε τους επισκέπτες του Ηρακλείου αλλά είχε βαφτεί στο αίμα το 1898 (φωτογραφίες)


Οι ντόπιοι την έλεγαν οδό Πλάνης, οι Βενετοί Ruga Maistra ή Magistra και οι Τούρκοι Βεζίρ Τσαρσί. 

Με όποιο όνομα κι αν την συναντήσει κανείς, αναμφισβήτητα, η οδός Μαρτύρων 25ης Αυγούστου είναι ο ομορφότερος και ο πιο φορτωμένος με ιστορία δρόμος του Ηρακλείου.

Είναι ο φαρδύς, γεμάτος εντυπωσιακά νεοκλασσικά κτίρια, δρόμος που ενώνει την πλατεία των Λιονταριών με το ενετικό λιμάνι, έχοντας θέα προς το Φρούριο Κούλες.

Τον αποκαλούσαν κατά το παρελθόν οδός Πλάνης επειδή ο επισκέπτης που ερχόταν στην πόλη και έμπαινε από αυτόν θαμπώνονταν από τα εντυπωσιακά κτίρια του και νόμιζε πως και το υπόλοιπο Ηράκλειο που θα συναντούσε θα ήταν κάπως έτσι…για να αντικρύσει στη συνέχεια φτωχόσπιτα, σχεδόν παραπήγματα και πολύ φτώχεια.

Η σφαγή 700 Ελλήνων και 17 Άγγλων από τον τουρκικό όχλο στις 25 Αυγούστου 1898 έμελε γίνει η τελευταία πράξη στο Κρητικό δράμα και η αιτία για τη μετονομασία του δρόμου σε 25ης Αυγούστου.

 Μια θλιβερή ημέρα για την τοπική ιστορία που λίγοι θυμούνται και ακόμα λιγότεροι αναζητούν να μάθουν ποια γεγονότα την επισφράγισαν.

Στο βιβλίο «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας» διαβάζουμε:

«Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης.

Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους, το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898, εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των χριστιανών.

Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή.

Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου επέσπευσε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία παρουσίασαν το δράμα της πόλης του Ηρακλείου με τα μελανότερα χρώματα και δημοσίευσαν καταλόγους των θυμάτων και των προσφύγων.

 Η πόλη τέθηκε υπό την αυστηρή επιτήρηση των στρατευμάτων των Μ. Δυνάμεων και άρχισαν ανακρίσεις για την ανεύρεση και τιμωρία των πρωταιτίων. 

Το Εκτελεστικό της Κρήτης απηύθυνε αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τον κρητικό λαό, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εξημμένα πνεύματα, να ελέγξει με ψυχραιμία την κατάσταση και να επισπεύσει την τιμωρία των ενόχων, ικανοποιώντας το περί δικαίου αίσθημα του χριστιανικού στοιχείου.

Η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων άρχισε στις 8 Σεπτεμβρίου 1898.Απαγχονίστηκαν 17 σημαίνοντες τουρκοκρητικοί, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι και υποκινητές των βιαιοπραγιών, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις και εξορίες.

Παράλληλα με την τιμωρία των πρωταιτίων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχθηκαν το πάγιο αίτημα των χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού, παρά τις πολλές επιφυλάξεις και τις παρελκυστικές κινήσεις της αγγλικής διπλωματίας.

Ο δρόμος προς την ελευθερία είχε ανοίξει. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη.

Στις 5 Νοεμβρίου 1898 οι Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα, υπακούοντας στην εντολή του Εκτελεστικού, για να διευκολυνθεί η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας στον εντολοδόχο των Μεγάλων Δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος έφτασε στην Κρήτη ένα μήνα αργότερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898.

Η μακραίωνη περίοδος της τουρκοκρατίας στην Κρήτη είχε τελειώσει».

Η οδός 25ης Αυγούστου την ημέρα της μεγάλης σφαγής, γνώρισε τη φωτιά και την λεηλασία. Τα κτίρια της παραδόθηκαν στο τουρκικό μένος κατά τρόπο ανελέητο. 

Να σημειώσουμε πως τα οστά των σφαγιασθέντων χριστιανών εκείνη την ημέρα, όσα τουλάχιστον δεν ρίχθηκαν με μανία στη θάλασσα, βρίσκονται ξεχασμένα και παρατημένα στο Ναό του Αγίου Ματθαίου.











Σελίδες