Το παρεκκλήσι στο ΠΑΓΝΗ όπου τιμάται ο Ουκρανός Άγιος Λουκάς ο Ιατρός - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Το παρεκκλήσι στο ΠΑΓΝΗ όπου τιμάται ο Ουκρανός Άγιος Λουκάς ο Ιατρός


Στο υπόγειο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου λειτουργεί εδώ και περίπου δέκα χρόνια ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Λουκά, όχι όμως τον Ευαγγελιστή, αλλά στον Αρχιεπίσκοπο Κριμαίας.

Εγκαινιάστηκε στις 9 Οκτωβρίου του 2011 και πανηγυρίζει στις 11 Ιουνίου. Μάλιστα εκεί τελείται Θεία Λειτουργία κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα από το εφημέριο που διακονεί τον ναό του Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή στο ΠΑΓΝΗ, το Μιχαήλ Πίσαρη.

Ποιος όμως ήταν ο Άγιος Λουκάς Κριμαίας που αποκαλείται και γιατρός.


Ο άγιος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε το 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.

 Στο Κίεβο, όπου η οικογένεια του μετακόμισε ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.

Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.

 Το 1917 ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.

 Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους.

 Σ' αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά.Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.

Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.

Η επιρροή του ακόμα και μέσα στη φυλακή ήταν μεγάλη γι αυτό αποφασίστηκε να εξοριστεί στην Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.

Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.

Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν.Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό.

Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο - γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει.

Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου.

 Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες.

Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος - γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής.

Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.

Το 1946 ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.

Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο.

Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους  και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».

Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.

Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.

Ο αρχιεπίσκοπος στα 84 ετών διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος - γιατρός Λουκάς Βόινο - Γιασενέτσκι.

 Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναίκες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά - σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι' αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».

Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιαν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά.

Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεως του.

(Οι πληροφορίες για το βίο του Αγίου Λουκά αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μονής Παντροκράτορος )

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα







Σελίδες