Ο Παγκράτιος, το αχύρι και τα λιμόζ: Ένα σπαρταριστό ηθογράφημα του Γιώργου Σταματάκη - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Ο Παγκράτιος, το αχύρι και τα λιμόζ: Ένα σπαρταριστό ηθογράφημα του Γιώργου Σταματάκη




Ο λαογράφος Γιώργος Σταματάκης είναι γνωστός, πέρα από τις γνώσεις που διαθέτει γύρω από θέματα λαογραφίας, θρησκευτικών μνημείων και τοπικών παραδόσεων, και για τον ωραίο γραπτό λόγο του, τον γεμάτο χιούμορ, ξεχασμένες λέξεις της τοπικής μας διαλέκτου και εικόνες περασμένων εποχών.

Πολλά από τα κείμενα του ανήκουν στην κατηγορία των ηθογραφημάτων αφού παρουσιάζουν τη ζωή στην ύπαιθρο, κατά κύριο λόγο στον τόπο καταγωγής του τα Καπετανιανά, και είναι διανθισμένα με πληροφορίες για τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία των απλών ανθρώπων που είναι και οι ήρωες του.

Ένα τέτοιο κείμενο, άκρως απολαυστικό, σας παραθέτουμε. Το παρουσίασε ο Γιώργος Σταματάκης σε ομιλία του, στο Πολύκεντρο Νεολαίας του Δήμου Ηρακλείου, για τα σπίτια των προγόνων μας, όπου επιχείρησε να δείξει ποιά πραγματικά ήταν η εικόνα των κατοικιών των Κρητικών κατά το παρελθόν.


"Τα Καπετανιανά ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, με απόφαση αρχικά του επισκόπου Αρκαδίας Βασιλείου και στην συνέχεια της επαρχιακής Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, χαρακτηρίστηκαν επίσημα ως ο τόπος σωφρονισμού ατακτούντων ιερέων.

 Επειδή το χωριό ήταν απομακρυσμένο, αποκομμένο, δύσβατο και απροσάρμοστο, αποφάσισε η εκκλησία να τοποθετεί σε αυτό τους υπόδικους ιερείς. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Τους έστελνε στα Καπετανιανά και αν δεν σωφρονιζόταν τους καθαιρούσε, στην συνέχεια. 

Έτσι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στο χωριό μου ερχόταν ότι χειρότερο είχε στο δυναμικό της η εκκλησία. Οι χωριανοί μου τους δεχόταν αρχικά με αγάπη γιατί γνώριζαν ότι ήταν τιμωρημένοι και ως εκ τούτου αδύναμοι. Οι ιερείς βέβαια αυτοί, καθόλου άδικα δεν περνούσαν την τιμωρία τους. 

Κυκλοφορούσαν άνευ περιβολής, μέρα νύχτα,  μεθυσμένοι, στην εκκλησία δεν πατούσαν καθόλου και κάποιοι από αυτούς δεν ήξερα ούτε το τυπικό της. 

Σε λίγες μέρες είτε έκλεβαν τα τάματα, τα λεφτά, τα πολύτιμα σκεύη και εξαφανιζόταν είτε ριχνόταν στις τίμιες γυναίκες μας, ενίοτε και στους τίμιους άντρες μας και αναγκαστικά οι ίδιοι οι χωριανοί, πήγαιναν στο δεσπότη ο οποίος στην συνέχεια τους καθαιρούσε καθώς είχαν απολέσει και την τελευταία ευκαιρία σωφρονισμού τους. 

Όλη αυτή η κατάσταση ήταν άδικη για τους χωριανούς μου, αλλά δεν επηρέασε στο ελάχιστο την σχέση τους ούτε με την θρησκεία ούτε με την εκκλησία αφού είχαν ξεκαθαρίσει μέσα τους ότι άλλο είναι τα πρόσωπα και άλλο οι ιδέες και οι θεσμοί που εκπροσωπούν. 

Ώσπου μια μέρα μας έστειλαν, και πάλι ως τιμωρημένο, τον Παγκράτιο. Έναν Αρχιμανδρίτη που δεν είχε καμιά σχέση με τους άλλους. Πρώτα απ΄ όλα ήταν υψηλόβαθμος με εξαιρετικό παρουσιαστικό, ιεροπρεπέστατος,  καλλικέλαδος και άριστος τυπικάρης. Το σημαντικότερο όμως ήταν οι σπουδές του. Σε ένα βιογραφικό του, που βρήκα πολλά χρόνια αργότερα στο αρχείο της ενορίας, σημειώνεται ότι ήταν πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 Είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σε Θεολογικές και Φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων  Μάρμπουργκ και Μποσέ Ελβετίας. Και είχε  ανηγορευθεί διδάκτορας του πανεπιστημίου  Στρασβούργου Γαλλίας –Τυβίγγης Γερμανίας. Ήταν εγγεγραμμένος στον κατάλογο των υποψηφίων για αρχιερατεία και μάλιστα δύο φορές είχε συμπεριληφθεί στο τριπρόσωπο για την πλήρωση χηρευουσών μητροπόλεων. 

Έναν τέτοιον άνθρωπο έφεραν εφημέριο στο χωριό μας, που μέχρι τότε είχαμε γνωρίσει μόνο απόλυτα παρακμιακούς τύπους. Βέβαια για να τον στείλουν σε εμάς, κάτι πολύ κακό είχε κάνει αλλά τι, δεν μάθαμε ποτέ!

 Οι χωριανοί μου τον αγάπησαν αμέσως. Είχε τόσο καλούς και λεπτούς τρόπους που κέρδιζε και τον σεβασμό και την εκτίμηση. Τέτοιο παπά δεν έπρεπε να τον χάσουν. Γι'αυτό αποφάσισαν να το περιποιηθούν πολύ ώστε να μείνει για πάντα στο χωριό μας. 

Αποφάσισαν να του βρουν ένα μέρος κατάλληλο και ανάλογο της προσωπικότητας του γα να κατοικήσει. Ως πιο κατάλληλο έκριναν το αχύρι της Αυγιωνιάς της Αγριμογιάννενας, που εκείνη την περίοδο της είχαν κλέψει τα πρόβατα και ήταν άδειο.

 Με την άδεια της πήγαν όλοι οι χωριανοί, άντρες γυναίκες και το κατάστασαν. Οι άντρες ανοίξανε τη στέρνα και μόλαραν το νερό μέσα το αχύρι για να πάρει τα κόπρια και για πνιγούνε οι ποντικοί και οι καβρομαμούνες. 

Ύστερα αφήκανε την πόρτα ανοιχτή για να στεγνωπατήσουνε τα πηλά και για να ξεβρωμέσει.  Οι γυναίκες επήγανε και το ασβεστώσανε. Ύστερα εδέσανε φιόγκο απάνω από τη ματζαδούρα, μια πετσέτα τριοπατήτηρη σόπλουμη με δύο παλάμες αντέλα, και αποκάτω εκρεμάσανε μια φωτογραφία της βασίλισσας Φρειδερίκης ,που την περίοδο εκείνη ελογούντονε το καλύτερο στολισίδι του σπιτιού γιατί οπωσδήποτε του προσέδιδε μια αίγλη. 

Ύστερα εφέρανε μια παντιδερή κουτσούρα ως το μόνο έπιπλο του σπιτιού. Κρεβάτι εκαταστέσανε τη ματζαδούρα. Και έτσι η κουτσούρα είχε διπλή χρήση. Αν ήθελες κάθιζες στη ματζαδούρα και έτρωγες στη κουτσούρα ή κάθιζες στην κουστσούρα και έτρωγες στη ματζαδούρα. Τέτοια ευκολία!

 Βέβαια το αχύρι είχε ένα ελάττωμα. Όταν έβρεχε έσταζε γιατί ήταν με ψευτοταράτσα, όμως όταν δεν έβρεχε δεν έσταζε καθόλου.

 Είχε όμως και ένα μεγάλο προσόν. Το ρυάκι ήτονε κοντά και μπορούσε ο  Παγκράτιος να πηγαίνει και για ψιλό και για χοντρό του νερό ογλήγορα κι ανέφοβα αφού είχε την φήμη ότι φάντασει και δεν επηγαίνανε προς τα εκεί κοπέλια να θωρούνε με το συμπάθιο τη μποστιλένη του. 

Τέτοιο ωραίο σπίτι του καταστέσανε σωστό παλάτι. 

Οι χωριανοί ήταν ενθουσιασμένοι και αυπομονούσανε να επιστρέψει από την χώρα που πήγε να φέρει κάποια πράγματα για να του το δείξουνε και να τον εντυπωσιάσουν. Ο Παγκράτιος επέστρεψε και έφερε μαζί του κάτι μεγάλες κούτες που είχαν μέσα τα σερβίτσια του. Όλα συλλεκτικά κομμάτια. Είχε μια αδυναμία στα αυθεντικά λιμόζ και ρόζενταλ. 

Οι άντρες παρέλαβαν τον Παγκράτιο και τα σερβίτσια του και τον οδηγούσαν στο αχύρι που του κατάστεσαν να μένει. Σε όλη την διαδρομή του έλεγαν με ενθουσιασμό για το παλάτι που τον περίμενε. Όταν έφτασαν και το είδε ο Παγκράτιος δεν είπε τίποτα. 

Κάθισε στην περίφημη κουτσούρα έπιασε με τα δυό του χέρια το κεφάλι του και  αναστέναξε βαθιά. Οι χωριανοί κατάλαβαν ότι δεν του άρεσε. Γιατί όμως δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Στα μάτια τους ήταν πραγματικά ένα παλάτι. 

Πως γίνεται αυτό, ένα σπίτι που για μια ομάδα είναι τέλειο σε μια άλλη να φαίνεται εντελώς άθλιο; 

Η εξήγηση είναι απλή.

Τα σπίτια δεν κτίζονται για να καλύψουν τις ανάγκες μας αλλά τις συνήθειες μας!"

(ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ αυστηρά η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος σε οποιοδήποτε site, χωρίς προηγούμενη άδεια της κατόχου του Ελένης Βασιλάκη, Νόμος 4481/2017 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα)

Σελίδες