Πέτρος de Candia: Ο μισθοφόρος Κρητικός που πρωτοστάτησε τον 16ο αιώνα στην κατάκτηση του Περού - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Πέτρος de Candia: Ο μισθοφόρος Κρητικός που πρωτοστάτησε τον 16ο αιώνα στην κατάκτηση του Περού




Μετά την κατάκτηση του Μεξικού, από τον Ισπανό Ερνάν Κορτές, το 1521, ένα πλήθος Ευρωπαίων φτωχών και απελπισμένων, που ελκύονταν από ιστορίες για μυθικούς θησαυρούς, κατέφθασε στην Αμερική. Ανάμεσα τους ήταν κι ένας Κρητικός που έμεινε στην Ιστορία ως Πέτρος de Candia.

 O Φρανσίσκο Πιζάρρο και ο Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο ήταν Ισπανοί τυχοδιώκτες που κινήθηκαν σε αναζήτηση περισσότερου χρυσού, προς τα εδάφη της νότιας Αμερικής. Τις εκστρατείες αυτών των δυο κατακτητών του Περού, ακολούθησε, ως αρχιπυροβολητής, και ένας μισθοφόρος από την Κρήτη.

Οι εκστρατείες αυτές, αν και πραγματοποιήθηκαν με την στήριξη του ισπανικού στέμματος, είχαν μικρή έως μηδαμινή υποστήριξη από τον τακτικό ισπανικό στρατό. Ωστόσο σ αυτές έλαβαν μέρος αρκετοί Ευρωπαίοι μισθοφόροι, ανάμεσά τους, δε, και κάποιοι Έλληνες. 

Η Αμερική εξάλλου υπήρξε ευθύς εξ αρχής ο ιδανικότερος τόπος μετανάστευσης των Ευρωπαίων και εκεί συγκεντρώθηκε γρήγορα μια πανσπερμία φυλών και εθνών από ολόκληρη την Γηραιά Ήπειρο. 

Ένας από αυτούς, καταγόμενος από την Κρήτη, υπήρξε σημαντικό στέλεχος της ισπανικής εκστρατείας στο Περού, όντας ο αρχιπυροβολητής του ολιγάριθμου στρατού με τον οποίο ο Ισπανός Φρανσίσκο Πιζάρρο κατέλυσε την αυτοκρατορία των Ινκα κατά την περίοδο 1527-1533.

Κατά το ισπανικό χρονικό της κατάκτησης του Περού, γραμμένο στα λατινικά από τον Πέδρο ντε Σιέζα ντε Λεόν (περ. 1520-1554), πρόκειται για τον «Petrus quidam, Creta insula ortus», δηλαδή «κάποιο Πέτρο, καταγόμενο από την νήσο Κρήτη», γνωστό και με το προσωνύμιο «el Griego», δηλαδή «ο Γραικός». Κυρίως, είναι γνωστός ως «Pedro de Candia», δηλαδή «Πέτρος Κρητικός».

Είναι ωστόσο δύσκολο να εξακριβωθεί αν ο όρος «de Candia» εδώ  σημαίνει και «Ηρακλειώτης», καθώς είναι γνωστό ότι το όνομα «Candia» χρησιμοποιήθηκε κατά την ενετοκρατία τόσο για την Κρήτη, ως νησί, όσο και για την πόλη του Ηρακλείου.

 Για τη ζωή του ανθρώπου αυτού πριν τη συμμετοχή του στην εκστρατεία στο Περού, πολύ λίγες βάσιμες πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Πέρα από τον τόπο καταγωγής του την Κρήτη, η ακριβής χρονολογία της γέννησής του παραμένει άγνωστη, παρότι οι Ισπανοί την τοποθετούν γύρω στο 1484.

 Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι σε μικρή σχετικά ηλικία έφυγε από τον τόπο καταγωγής του και ταξίδεψε στην Ιταλία και την Ισπανία. Στην Ιταλία εκπαιδεύτηκε και υπηρέτησε ως condotierro, δηλαδή αξιωματικός επικεφαλής μισθοφορικών σωμάτων που δρούσαν στην υπηρεσία των πόλεων-κρατών της Ιταλικής χερσονήσου. 

Έτσι απέκτησε σημαντική στρατιωτική εμπειρία και εξειδικεύτηκε ως πυροβολητής, προτού μεταβεί στην Ισπανία ως μισθοφόρος όπου υπηρέτησε στην ισπανική βασιλική φρουρά. Από εκεί σύντομα έφυγε και πάλι, κυνηγώντας την τύχη του, για τις ισπανικές κτήσεις στην Αμερική.

Ήρθε στον Παναμά, όπου γνωρίστηκε με τους Πιζάρρο και Αλμάγκρο και μαθαίνοντας τα σχέδιά τους για εκστρατεία προς το νότο αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Με τον Πιζάρρο, μάλιστα, συνδέθηκε με στενή φιλία. 

Ο Πέτρος Κρητικός αποτέλεσε σημαντικότατο μέλος της ισπανικής εκστρατείας, λόγω τόσο της άριστης γνώσης του περίπλοκου χειρισμού των πυροβόλων της εποχής εκείνης, όσο και της στρατιωτικής εμπειρίας του ως αξιωματικός. Έτσι στην τρίτη εκστρατεία των Ισπανών στο Περού συμμετείχε ως επικεφαλής του πυροβολικού.

 Ο Πέτρος ο Κρητικός ως αρχιπυροβολητής της εκστρατείας υπήρξε χειριστής του πλέον καθοριστικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη την ιστορία των πολέμων των κονκισταδόρων στα εδάφη της αμερικανικής ηπείρου.

Το 1524 ο Φρανσίσκο Πιζάρρο και ο Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο, με ένα καράβι και λίγους άνδρες, ξεκίνησαν από τον Παναμά για την πρώτη τους απόπειρα να ανακαλύψουν τη χρυσοφόρα χώρα των Ινκα. Η εκστρατεία αυτή στάθηκε ανεπιτυχής. Πολλές αντίξοες συνθήκες, όπως κακοκαιρίες, έλλειψη τροφίμων, αλλά και η εχθρότητα των ιθαγενών που συνάντησαν στις ακτές της Κολομβίας, τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στον Παναμά άπραγοι. 

Ο Πέτρος ο Κρητικός είναι αβέβαιο αν συμμετείχε στην πρώτη αυτή απόπειρα του Πιζάρρο, σίγουρα όμως έλαβε μέρος στη δεύτερη.

 Η δεύτερη εκστρατεία, με αρχηγό τον Πιζάρρο και υπαρχηγό τον ντε Αλμάγκρο, είχε πολύ θετικότερα αποτελέσματα. Η αρχή ήταν εξίσου δύσκολη, υπό τις ίδιες αντίξοες συνθήκες με την πρώτη εκστρατεία. Πριν καταφέρουν να φτάσουν στο Περού ταλαιπωρήθηκαν αρκετά, περιπλανώμενοι στον ωκεανό ανοιχτά της βορειοδυτικής ακτής της νότιας Αμερικής. Αντιμετώπισαν δυνατούς αντίθετους ανέμους και θαλάσσια ρεύματα στα τότε άγνωστα νερά, ενώ στην ξηρά συναντούσαν εχθρικούς ιθαγενείς, η αναμέτρηση με τους οποίους ήταν σίγουρα άνιση εις βάρος των Ισπανών. 

Το πλέον ελπιδοφόρο αποτέλεσμα της πρώτης φάσης αυτής της εκστρατείας, υπήρξε το γεγονός της τυχαίας συνάντησης στη θάλασσα, μιας σχεδίας με ιθαγενείς από το Τουμπέζ. Επάνω της μετέφεραν διάφορα εμπορεύματα και ανάμεσα τους αρκετά αντικείμενα από χρυσό και ασήμι.

 Έτσι οι άνδρες της εκστρατείας κατάφεραν να επιβεβαιώσουν τις ιστορίες για τα πλούτη της περιοχής και αναπτερώθηκε το ηθικό τους για τη δύσκολη συνέχεια. Λόγω όμως έλλειψης εφοδίων και του μειωμένου αριθμού των ανδρών, οι οποίοι είχαν πλέον υποστεί αρκετή σωματική εξάντληση, η συνέχεια της εκστρατείας και η επιτυχία της φαίνονταν αδύνατες.

 Οι "Διάσημοι 13"

Στο κομβικό αυτό σημείο και ενώ είχαν καταλήξει πάνω σε μία βραχονησίδα, την Ίλα ντελ Γκάλλο ανοιχτά του σημερινού Εκουαδόρ, ο ντε Αλμάγκρο ήρθε σε διαφωνία με τον Πιζάρρο. 

Απογοητευμένος από την πολύμηνη άκαρπη περιπλάνηση και κακουχία, ο ντε Αλμάγκρο αποφάσισε να γυρίσει στον Παναμά ώστε να ξεκινήσει την εκστρατεία πάλι από την αρχή, με περισσότερους στρατιώτες και υλικά εφόδια. Τον ντε Αλμάγκρο ακολούθησαν όλοι οι άνδρες εκτός από δεκατρείς.

 Ο πεισματάρης Φρανσίσκο Πιζάρρο, αρνήθηκε να επιστέψει πίσω, θεωρώντας αυτήν την κίνηση ως αναγνώριση αποτυχίας της όλης αποστολής του. Αποφάσισε να μείνει πάνω στο ξερονήσι εκείνο, ανοιχτά της ακτής του Εκουαδόρ, περιμένοντας τον ντε Αλμάγκρο να επιστρέψει με νέες προμήθειες από τον Παναμά. Στην Ίλα ντελ Γκάλλο, μαζί με τον Φρανσίσκο Πιζάρρο έμειναν μόνο δώδεκα άνδρες από το υπόλοιπο πλήρωμα της αποστολής του. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πέτρος ο Κρητικός.

Ο Πιζάρρο και οι δώδεκα σύντροφοί του, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως «οι διάσημοι δεκατρείς» (Los trece de la fama), περίμεναν στην Ιλα ντελ Γκάλλο για αρκετούς μήνες. Τελικά ο ντε Αλμάγκρο επέστρεψε να τους σώσει, με ένα καράβι από τον Παναμά. Ήταν πλέον 1527 και ο ντε Αλμάγκρο είχε τώρα σκοπό να συνεχίσει με τον Πιζάρρο την πορεία προς την ενδοχώρα της αυτοκρατορίας των Ινκα. 

Με αυτό το καράβι και με την δύναμη των νεοφερμένων ανδρών ο Πιζάρρο έφθασε, το 1528, για πρώτη φορά στην περιοχή του Τουμπέζ, στο σημερινό βορειοδυτικό Περού. Η πόλη του Τουμπέζ κατοικείτο από φυλή διαφορετική των Ινκα, που όμως είχαν πρόσφατα υποταχθεί στους δεύτερους και έτσι αποτελούσε μέρος της αυτοκρατορίας τους. 

Η αυτοκρατορία των Ινκα, την εποχή εκείνη, βρίσκονταν στη μεγαλύτερη εξάπλωσή της, αφού ξεκινούσε από τη σημερινή νότια Κολομβία και έφθανε μέχρι την κεντρική Χιλή.

Στο Τουμπέζ, οι Ισπανοί, καθώς ήταν λίγοι για μια σοβαρή επιχείρηση εναντίον της πόλης δεν έδειξαν αμέσως τις κατακτητικές τους διαθέσεις. Ο Πιζάρρο αποφάσισε να στείλει πρώτα τον Πέτρο τον Κρητικό ως ανιχνευτή και κατάσκοπο μέσα στην πόλη.




 Ο Πέτρος, φορώντας σιδηρούν θώρακα και περικεφαλαία, του τύπου των ισπανών κονκισταδόρων και εφοδιασμένος με αρκεβούζιο, αποβιβάστηκε στην ακτή, συνοδευόμενος μόνο από τον πιστό αφρικανό υπηρέτη και φίλο του, τον Μέζα. Οι ιθαγενείς αμέσως περικύκλωσαν τον λευκό και τον μαύρο άνδρα, εκστασιασμένοι από το πρωτόγνωρο θέαμα και τους οδήγησαν στον άρχοντα της πόλης τους. 

Αναφέρει μάλιστα στο χρονικό του ο Πέδρο ντε Σιέζα ντε Λεόν ότι οι άνθρωποι εκείνοι, εντυπωσιάστηκαν από την απαστράπτουσα πανοπλία του Πέτρου (οι μεταλλικές πανοπλίες ήταν άγνωστο αντικείμενο για τους Αμερικανούς ιθαγενείς εν γένει), αλλά κυρίως από το γενικότερο παρουσιαστικό του.

 Ήταν πολύ ψηλός, καθώς οι περιγραφές της εποχής τον χαρακτηρίζουν γίγαντα και είχε πλούσια μαύρη γενειάδα, παρουσιαστικό που προκάλεσε δέος και θαυμασμό στους ντόπιους, ιδιαιτέρως δε στις γυναίκες, καθώς αντίκριζαν για πρώτη φορά άνδρα λευκό και μάλιστα γενειοφόρο (οι ιθαγενείς άνδρες ήταν άτριχοι).

 Ο Πέτρος υποκλίθηκε μπροστά στον άρχοντα του Τουμπέζ και άρχισε να προσπαθεί να του κηρύξει το χριστιανικό ευαγγέλιο. Εκείνος όμως δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον παρά μόνο για το αρκεβούζιο που κρατούσε ο Κρητικός.

 Όταν του ζήτησαν να το χρησιμοποιήσει και εκείνος ο κρότος του πυροβόλου όπλου έκανε όλους τους παριστάμενους ιθαγενείς να πέσουν έντρομοι στο έδαφος. Υπάρχει μάλιστα και ο θρύλος, ότι κάποια άγρια ζώα που παρευρίσκονταν εκεί, έπεσαν στα πόδια του Έλληνα ημερωμένα και φοβισμένα από τον δυνατό κρότο. 

Τέλος, ο ιθαγενής άρχοντας εντυπωσιασμένος του είπε ότι «κρατά στα χέρια του τον κεραυνό του ουρανού». Στη συνέχεια οι κάτοικοι του Τουμπέζ, ανυποψίαστοι, ξενάγησαν τον Πέτρο μαζί με τον υπηρέτη του σε ολόκληρη την πόλη και οι δυο άνδρες έμειναν έκθαμβοι από τον άφθονο χρυσό και το ασήμι που έβλεπαν γύρω τους.

 Το φθινόπωρο του 1532, ο Φρανσίσκο Πιζάρρο με τον ολιγάριθμο στρατό του είχε εγκατασταθεί στην Καχαμάρκα, μια πόλη νοτιοανατολικά του Τουμπέζ. Οι Ισπανοί ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένοι καθώς η πόλη ήταν στην μέση μιας κοιλάδας, περικυκλωμένη από βουνά, όπου τα περάσματα ελέγχονταν από τον πολυάριθμο στρατό του αυτοκράτορα των Ινκα Αταχουάλπα. Ο Φρανσίσκο Πιζάρρο μπροστά στο δίλημμα να ρισκάρει τη φυγή ή μια αριθμητικά άνιση μάχη, εμπνεύστηκε ένα τέχνασμα για την αιχμαλωσία του Αταχουάλπα.

Την προηγούμενη μέρα της μάχης ο Ισπανός έστειλε αντιπροσώπους στον Αταχουάλπα, ενημερώνοντάς τον ότι ενδιαφέρεται να συναντηθούν στην Καχαμάρκα για διαπραγματεύσεις. Το τολμηρό σχέδιο του Πιζάρρο αποσκοπούσε στην περικύκλωση του στρατού των Ινκα μέσα στη μικρή πόλη και στην αιφνιδιαστική αιχμαλωσία του Αταχουάλπα, γεγονός που θα καταρράκωνε το ηθικό του υπόλοιπου στρατού των Ινκα αφενός, αλλά θα του εξασφάλιζε και ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο αφετέρου.

 Ο στρατός του Πιζάρρο δεν ξεπερνούσε τους 180 άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Οι Ινκα από την άλλη πλευρά έφταναν τους 7.000 άνδρες. Απέναντι στους Ινκα, ο Πιζάρρο παρέταξε 106 πεζούς λογχοφόρους, 62 ιππείς, 4 πυροβόλα και 12 αρκεβουζιοφόρους. 

Η ουσιαστική ποιοτική διαφορά ανάμεσα στους δυο στρατούς ήταν ο οπλισμός τους, καθώς οι Ισπανοί έφεραν πυροβόλα όπλα. Αυτή η διαφορά όμως, δεν ήταν ξεκάθαρη πριν την τελική έκβαση της μάχης, σε κανέναν από τους δυο αντιπάλους. 

Από την πλευρά των Ισπανών, πρώτον τα πυροβόλα που διέθεταν ήταν ελάχιστα, σε σύγκριση με το πλήθος του στρατού των Ινκα. Δεύτερον, ο Φρανσίσκο Πιζάρρο, τότε, έδωσε για πρώτη φορά μάχη με τους Ινκα και δεν είχε χρησιμοποιήσει άλλη φορά στο παρελθόν τον ευρωπαϊκό οπλισμό εναντίον τους. Επομένως, είναι σαφές ότι δεν μπορούσε να προεξοφλήσει με κάθε βεβαιότητα ότι τα πυροβόλα θα του εξασφάλιζαν τη νίκη.

 Από την πλευρά των Νοτιοαμερικανών, ο αυτοκράτορας Αταχουάλπα είναι προφανές ότι δεν είχε σαφή και πλήρη εικόνα για την καταστροφική δύναμη των πυροβόλων. Έτσι τα υποτίμησε, εφόσον άλλωστε το πλήθος των Ισπανών φαινόταν σχεδόν μηδαμινό. 

Επιπλέον, ο στρατός του Αταχουάλπα, σε συνδυασμό με την αριθμητική υπεροχή του, είχε αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία στην πρόσφατη εμφύλια διαμάχη για τη διαδοχή εναντίον του αδελφού του.

 Η δράση του Πέτρου Κρητικού στην μάχη που ακολούθησε υπήρξε καθοριστική. Καθώς οι Ισπανοί δεν διέθεταν περισσότερα από δώδεκα αρκεβούζια, ο Κρητικός προετοίμασε για χρήση τα τέσσερα πυροβόλα, τα οποία είχαν καταφέρει να μεταφέρουν ως εκεί οι Ισπανοί. Τελικά, στη μάχη της Καχαμάρκα η υπεροχή αυτών των τεσσάρων πυροβόλων του Κρητικού, έναντι των Νοτιοαμερικανών ιθαγενών, έμελλε να επιβεβαιωθεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο.

 Η μάχη έλαβε χώρα στις 16 Νοεμβρίου 1532. Ο Αταχουάλπα είχε διατάξει να τον συνοδεύσει ολόκληρος ο στρατός του, αλλά (καθώς αναφέρουν οι πηγές των Ινκα) ο κάθε άνδρας να είναι οπλισμένος μόνο με ένα τελετουργικό εγχειρίδιο που χρησιμοποιούνταν για τη θυσία των λάμα.

 Εδώ όμως υπάρχει μια σύγχυση στις πηγές, καθώς Ευρωπαίοι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι στρατιώτες του Αταχουάλπα προέλαυναν φέροντας κρυμμένα κάτω από τις κάπες τους μικρά τσεκούρια και σφενδόνες. 

Αυτή είναι μια σοβαρή αντίφαση στις πηγές, εφόσον πρόκειται για μια μάχη στην οποία η διαφορά του οπλισμού των δυο αντιπάλων έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην έκβασή της. Το βέβαιο, παρόλα αυτά, είναι ότι ο αυτοκράτορας των Ινκα, κινούμενος από αλαζονική αυτοπεποίθηση πίστευε, ότι χωρίς να δώσει ουσιαστική μάχη, θα κατόρθωνε να περικυκλώσει και να αιχμαλωτίσει τους Ευρωπαίους, οι οποίοι εξάλλου δεν έφταναν ούτε τους διακόσιους στο σύνολο και στη συνέχεια να τους θυσιάσει ομαδικά στους θεούς του.

 Το πρωί της ημέρας της μάχης ο στρατός των Ινκα προχώρησε προς την πόλη με τον Αταχουάλπα να προπορεύεται ανεβασμένος σε ένα ψηλό υποβασταζόμενο φορείο-θρόνο. Μόλις έφτασαν μπροστά από τα τείχη της πόλης οι Ισπανοί άφησαν τους Ινκα να εισέλθουν ανενόχλητοι μέχρι την πλατεία. 

Εκεί τον περίμενε ο Πιζάρρο με την συνοδεία του για τις διαπραγματεύσεις, αλλά ο υπόλοιπος στρατός του βρισκόταν κρυμμένος στα γύρω σπίτια. Η θέση των τεσσάρων πυροβόλων του Πέτρου Κρητικού δεν διευκρινίζεται στις πηγές, αλλά το πλέον πιθανόν είναι ότι ήταν τοποθετημένα στο κέντρο της πλατείας, με τον ίδιο τον Πέτρο ως συνοδεία του Πιζάρρο.

 Μόλις ο προπορευόμενος Αταχουάλπα και η συνοδεία του έφθασαν στην πλατεία ο Ισπανός έδωσε την διαταγή και αμέσως ο κρυμμένος στρατός του όρμησε, εξουδετέρωσε την συνοδεία του αυτοκράτορα και αιχμαλώτισε τον ίδιο τον Αταχουάλπα χωρίς καμία ουσιαστική αντίσταση.

 Αυτή η απρόσμενη και αιφνιδιαστική εξέλιξη έπληξε καίρια το ηθικό του στρατού των Ινκα, ο οποίος πλέον ήταν αναγκασμένος να δώσει πραγματική μάχη με τους Ευρωπαίους, κάτι για το οποίο πιθανόν να μην ήταν απολύτως προετοιμασμένος. 

Παραμένει άγνωστο τι είδους άμυνα μπόρεσαν να αντιτάξουν οι ιθαγενείς. Οι Ισπανοί επιτέθηκαν στο πλήθος των ιθαγενών, με όλα τα όπλα τα οποία είχαν στη διάθεσή τους και ακολούθησε μια πραγματικά ανηλεής σφαγή του στρατού των Ινκα.

Ο στρατός των Ινκα σχεδόν αποδεκατίστηκε, αφού οι πηγές αναφέρουν ότι οι νεκροί τους ξεπέρασαν τους 6.000, ενώ την ίδια στιγμή οι Ισπανοί δεν είχαν ούτε ένα νεκρό.

 Οι Ισπανοί κράτησαν αιχμάλωτο τον Αταχουάλπα στην Καχαμάρκα μέχρι τον Αύγουστο του 1533. Ο Πιζάρρο αρχικά απαίτησε ένα τεράστιο ποσό ως λύτρα για τον αυτοκράτορα. Ακόμα όμως και όταν οι Ισπανοί παρέλαβαν τα απαιτούμενα λύτρα, τελικά αποφάσισαν να τον θανατώσουν ζωντανό στην πυρά ως ειδωλολάτρη.

 Αυτό όμως τρομοκράτησε τον Αταχουάλπα, γιατί σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ινκα σήμαινε ότι η ψυχή του δεν θα μπορούσε ποτέ να μεταβεί στον άλλο κόσμο. Τελικά δέχθηκε να βαπτισθεί χριστιανός με αντάλλαγμα να θανατωθεί δια του στραγγαλισμού. 

Τον Αταχουάλπα διαδέχθηκε αρχικά ο αδερφός του Τούπακ Χουάλπα στο Κούζκο, πρωτεύουσα των Ινκα. Όταν αργότερα το ίδιο έτος, οι Ισπανοί κυρίευσαν το Κούζκο, τοποθέτησαν τον Μάνκο Ινκα ως υποτελή αυτοκράτορα. Τα κατεκτημένα εδάφη των Ινκα ονομάστηκαν Νέα Καστίλλη.


 Οι Ισπανοί στο Κούζκο βρέθηκαν μπροστά σε έναν πραγματικά αμύθητο πλούτο τον οποίο μοιράστηκαν οι αρχηγοί της εκστρατείας. Μερίδιο των λαφύρων στάλθηκε στον βασιλιά της Ισπανίας, ενώ μεγάλο μερίδιο έλαβε επίσης ο Πέτρος ο Κρητικός. 

Ο Κρητικός ακολούθησε τον Φρανσίσκο Πιζάρρο που ταξίδεψε ξανά πίσω στην Ισπανία για να μεταφέρουν στον βασιλιά Κάρολο Ε΄ τα πλούσια δώρα και να τον πληροφορήσουν για την μεγάλη τους επιτυχία. Ο βασιλιάς τίμησε και τους δυο, δίνοντας στον Κρητικό τον τίτλο του διοικητή του πυροβολικού του στόλου και τον τίτλο του δεύτερου δημάρχου της πόλης του Κούζκο.

Η συνέχεια των πολέμων

 Όσον αφορά τη συνέχεια των πολέμων μεταξύ Ισπανών και Ινκα, αργότερα, το 1536 ο Μάνκο Ινκα ξεκίνησε επανάσταση με αφορμή την κλοπή της γυναίκας του από τον Χερνάντο Πιζάρρο, αδερφό του Φρανσίσκο. 

Ο Μάνκο Ινκα κατάφερε να συγκεντρώσει στρατό 200.000 ανδρών και η εξέγερση του συνεχίστηκε από τους συμπατριώτες του, ακόμα και μετά το θάνατό του το 1544, μέχρι το 1572 οπότε οι Ισπανοί κυρίευσαν και το τελευταίο προπύργιο των Ινκα, τη Βιλκαμπάμπα.

 Αμέσως μετά την πρώτη υποταγή των Ινκα το 1533, ο Φρανσίσκο Πιζάρρο και ο Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο μοιράστηκαν τη διοίκηση των εδαφών της αυτοκρατορίας όμως διψούσαν για περισσότερο πλούτο και εξουσία. 

Έτσι επιδόθηκαν σε έναν παράλογο και σκληρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος κόστισε τη ζωή τόσο στον ίδιο τον Πιζάρρο και τον ντε Αλμάγκρο, όσο και στον Πέτρο τον Κρητικό. 

Το 1538, ο Φρανσίσκο Πιζάρρο μαζί με τους αδελφούς του, οι οποίοι είχαν έρθει εν τω μεταξύ από την Ισπανία, βρισκόταν πλέον σε πόλεμο με τον μέχρι πρότινος φίλο και συμπολεμιστή του, αλλά πλέον ανταγωνιστή για την εξουσία, Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο. Τον Απρίλιο του 1538, οι αντίπαλοι στρατοί συγκρούστηκαν στη μάχη των Λας Σαλίνας, μια περιοχή λίγο έξω από το Κούζκο και εκεί η συμβολή του Πέτρου του Κρητικού υπήρξε επίσης καθοριστική.

 Ο Πέτρος, έχοντας κατακτήσει εξουσία και πλούτο, είχε επίσης σχηματίσει ένα δικό του μικρό μισθοφορικό στρατό, έχοντας συγκεντρώσει γύρω του, όπως αναφέρουν οι πηγές και μερικούς άλλους νεοφερμένους συμπατριώτες του Έλληνες, οι οποίοι κατείχαν και αυτοί στρατιωτική εμπειρία ως μισθοφόροι από την Ευρώπη. 

Επομένως, ο Κρητικός ήταν πλέον ένας δυνατός και ανεξάρτητος αρχηγός κονκισταδόρος, που μπορούσε να πολεμήσει για το δικό του αποκλειστικά όφελος ή να κυνηγήσει την δική του τύχη κατακτώντας καινούρια άγνωστα μέρη.

 Οι αδελφοί Πιζάρρο, χάρη στην παλιά φιλία του Έλληνα με τον Φρανσίσκο είχαν, στην πρώτη φάση του εμφυλίου, τον Κρητικό και το έμπειρο πυροβολικό του με το μέρος τους. Με αυτόν τον τρόπο, κατείχαν σαφές πλεονέκτημα έναντι του ντε Αλμάγκρο. 

Έτσι πράγματι τον Απρίλιο του 1538, στη μάχη των Λας Σαλίνας, τα πυροβόλα του Κρητικού έπαιξαν τον ρόλο-κλειδί, καθώς επέφεραν καθοριστικές απώλειες στον αντίπαλό τους.

 Ο ντε Αλμάγκρο ηττημένος βρήκε προσωρινό καταφύγιο στα τείχη του Κούζκο, όμως οι Πιζάρρο, αμέσως μετά τη μάχη, μπήκαν νικητές στην αφύλακτη πόλη. Εκεί ο Χερνάντο Πιζάρρο συνέλαβε τον ντε Αλμάγκρο και αργότερα τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή.

 Μετά την κατάκτηση του Κούζκο, οι αδελφοί Πιζάρρο είχαν πλέον τον έλεγχο ολόκληρου του Περού. 

Σε αυτό το μικρό διάλειμμα μεταξύ των ισπανικών εμφυλίων στο Περού, ο Κρητικός αποφάσισε να επωφεληθεί πραγματοποιώντας δική του εκστρατεία στα ανατολικά, προς την ζούγκλα του Αμαζονίου, σε αναζήτηση κάποιου φημολογούμενου χρυσού βασιλείου, ενός «Αμαμπάγια». 

Ο Πέτρος πήρε την άδεια και την έγκριση από τους αδερφούς Πιζάρρο και βασιζόμενος σε ασαφείς και αόριστες πληροφορίες κινήθηκε προς την περιοχή του Αμαζονίου. Περιπλανήθηκε άσκοπα στην άγνωστη, σκοτεινή και υγρή ζούγκλα και έχοντας χάσει τον προσανατολισμό και τους περισσότερους άνδρες του από τον πυρετό και την πείνα γύρισε απογοητευμένος και άπραγος στο Περού.

 Εκεί, όμως, ο εμφύλιος των Ισπανών είχε και πάλι αρχίσει. Το 1541, ο γιος του ντε Αλμάγκρο, Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο Β΄, ο αποκαλούμενος «ελ Μόζο», σε εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του, διοργάνωσε μια συνωμοσία εναντίον του Φρανσίσκο Πιζάρρο. 

Στις 26 Ιουνίου 1541 μαζί με, περίπου, άλλους είκοσι υποστηρικτές του, πραγματοποίησε έφοδο στο παλάτι όπου κατοικούσε ο Πιζάρρο στη Λίμα και εκεί τον δολοφόνησε.

 Τώρα πλέον, ο Κρητικός είχε χάσει τον παλιό αρχηγό και φίλο του Φρανσίσκο, ενώ παράλληλα οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους αδελφούς Πιζάρρο δεν ήταν καθόλου καλές. Έτσι αποφάσισε και συντάχθηκε κρυφά με τον ντε Αλμάγκρο Β΄.

Η τελευταία αποφασιστική μάχη του ισπανικού εμφυλίου, δόθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1542, στην περιοχή των Τσούπας, πάλι λίγο έξω από το Κούζκο, ανάμεσα στον Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο Β΄ και τον στρατό της Νέας Καστίλλης υπό τη διοίκηση των διαδόχων του Πιζάρρο. 

Ο Πέτρος ο Κρητικός, τώρα πια με το μέρος του ντε Αλμάγκρο Β΄, κατασκεύασε και πάλι καινούρια πυροβόλα για τη μάχη αυτή. Συγκεκριμένα οι πηγές αναφέρουν ότι σε αυτή την περίπτωση τον βοήθησαν στην κατασκευή των πυροβόλων και δεκαέξι άλλοι Έλληνες.

 Παρόλα αυτά, ο ντε Αλμάγκρο είχε αρχίσει να χάνει την εμπιστοσύνη του στον Πέτρο. Λέγεται, πως λίγες μέρες πριν τη μάχη των Τσούπας, έπιασε αιχμάλωτο στο στρατόπεδο του, έναν αγγελιαφόρο ο οποίος μετέφερε γράμμα για τον Κρητικό, με το οποίο οι αντίπαλοι του προσέφεραν αρκετά χρήματα για να σαμποτάρει την δράση του πυροβολικού του κατά τη μάχη.

 Το γράμμα αυτό δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του Κρητικού. Εντούτοις την ημέρα της μάχης των Τσούπας και κατά τη διάρκεια αυτής, η δράση των πυροβόλων του δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι αντίπαλοι του ντε Αλμάγκρο είχαν το πλεονέκτημα της μάχης και το περίφημο πυροβολικό του Κρητικού δεν επέφερε μεγάλες απώλειες εις βάρος τους.

 Είναι άγνωστο γιατί το έμπειρο πυροβολικό του Πέτρου στάθηκε τόσο αναποτελεσματικό σε τούτη τη μάχη, καθώς παραμένει αβέβαιο το κατά πόσο ο Έλληνας όντως ενέργησε προδοτικά, αστοχώντας επίτηδες ή όχι. 

Το γεγονός είναι ότι ο ντε Αλμάγκρο, βλέποντας πως ήταν πλέον σαφές ότι θα έχανε τη μάχη, αποφάσισε να ξεσπάσει την οργή του πάνω στον Κρητικό, θεωρώντας ότι ενσυνείδητα και προδοτικά δεν σημάδευε σωστά τον αντίπαλο στόχο. Όρμησε επάνω του και αποκαλώντας τον «αναθεματισμένο Γραικό προδότη», τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.

Εντούτοις, μετά από την ήττα του στα Τσούπας, ο ντε Αλμάγκρο Β΄ είχε την ίδια ακριβώς τύχη με τον πατέρα του. Μαζί με τον ηττημένο στρατό του, τράπηκε σε φυγή και καβαλικεύοντας ένα γαϊδούρι επέστρεψε στο Κούζκο. Την ίδια μέρα οι αντίπαλοί του μπήκαν νικητές στην πόλη, τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν στην κεντρική πλατεία.

Η μάχη των Τσούπας ήταν και το τέλος του Έλληνα, που με την δράση του πυροβολικού του αλλά και την γενναία και δυναμική του προσωπικότητα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανακάλυψη και πρώτη κατάκτηση της νότιας Αμερικής από τους Ευρωπαίους.


(Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το κείμενο που δημοσίευσε ο Ιωάννης Δανδουλάκης, πολιτικός επιστήμων - ιστορικός, στο  περιοδικό "Στρατιωτική Ιστορία", τεύχος 178, Νοέμβριος 2011)



Σελίδες