Ποτάμια αίματος και φωτιά, σαν σήμερα, στην χριστιανική συνοικία Τοπανά των Χανίων - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Ποτάμια αίματος και φωτιά, σαν σήμερα, στην χριστιανική συνοικία Τοπανά των Χανίων



Οι μέρες αυτές που διανύουμε (23 και 24 Ιανουαρίου) συνδέονται με τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελευταία κρητική επανάσταση, η οποία ξεκίνησε ως αντίδραση στις ταραχές που ξέσπασαν στα αστικά κέντρα του νησιού τον Ιανουάριο του 1897, με επίκεντρο τα Χανιά. 

Η τελευταία επαναστατική δραστηριότητα είχε λήξει μόλις μήνες πριν, τον Αύγουστο του 1896, με την επαναφορά μια βελτιωμένης εκδοχής της Σύμβασης της Χαλέπας του 1878, η οποία όριζε τη λειτουργία ενός αυτόνομου καθεστώτος στο νησί.

 Σε μια απόπειρα να ικανοποιήσει τους επαναστάτες, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ δέχτηκε, κατόπιν ξένων πιέσεων, το διορισμό χριστιανού διοικητή της Κρήτης υπό την έγκριση των δυνάμεων, τη θέσπιση αναλογίας δύο τρίτων για το διορισμό χριστιανών έναντι μουσουλμάνων σε δημόσιες θέσεις, την αναγνώριση του δικαιώματος της Συνέλευσης των Κρητών να ψηφίζει νόμους και προϋπολογισμό, την αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής αποκλειστικά από Κρήτες και τη δικαστική ανεξαρτησία του νησιού .

 Ο νέος κανονισμός κυρώθηκε με στις 31 Αυγούστου 1896, ενώ την ίδια μέρα διορίστηκε στη θέση του Γενικού Διοικητή Κρήτης ο Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην ηγεμόνας της Σάμου.Οι χριστιανοί επαναστάτες δήλωσαν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα και αποδέχτηκαν τις μεταρρυθμίσεις, διαλύοντας την συντονιστική τους Επιτροπή και εκφράζοντας επίσημα με διαβήματα τους προς τα ξένα προξενεία την ελπίδα να τηρηθούν τα υπεσχημένα .

Παρά τις υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε η συμφωνία του Αυγούστου, το αυτόνομο καθεστώς θα αποδεικνυόταν βραχύβιο, καθώς η δυσπιστία μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων άρχισε και πάλι να εντείνεται το Νοέμβριο του 1896, λόγω της εμφανούς απροθυμίας της Πύλης να ανεχθεί και σεβαστεί όσα είχε απρόθυμα και υπό πίεση παραχωρήσει. 

Στο πλαίσιο αυτό, και καθοδηγούμενοι ενδεχομένως από κύκλους της Κωνσταντινούπολης, πολλοί μουσουλμάνοι δήλωναν ανοιχτά ότι θα αντισταθούν στην εφαρμογή του νέου πολιτεύματος και θα απέχουν από τις εκλογές, προκειμένου με τη στάση τους να τις απαξιώσουν και να τις ματαιώσουν.

Στόχος της Πύλης και των οργάνων της στην Κρήτη φαίνεται να ήταν η έμπρακτη αμφισβήτηση του παραχωρηθέντος καθεστώτος, ώστε να ανασχεθεί η διαδικασία μετάβασης της εξουσίας στους χριστιανούς και να αποκατασταθεί η πλήρης οθωμανική κυριαρχία.

Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, αρκετοί μουσουλμάνοι εκμεταλλεύτηκαν την αναταραχή για να εκποιήσουν τις περιουσίες τους στην ύπαιθρο και να μετακομίσουν στα αστικά κέντρα, όπου στις αρχές του 1897 ξεκίνησαν βιαιοπραγίες σε βάρος του χριστιανικού στοιχείου. 

Οι πρώτες συγκρούσεις ξεκίνησαν στις 12 Ιανουαρίου στο Ηράκλειο και στις 18 Ιανουαρίου στο Ρέθυμνο, ενώ αποκορύφωμά τους αποτέλεσε η πυρπόληση της χριστιανικής συνοικίας των Χανίων, του Τοπανά, μεταξύ 23 και 24 Ιανουαρίου 1897.

 Ο Γάλλος περιηγητής Victor Bérard περιγράφει: «Η μισή πόλη εκμηδενισμένη. Μια διαρπαγή τριών ημερών. Μερικές χιλιάδες δολοφονίες. Ένας ολόκληρος λαός να ρίχνεται μέσα στις βάρκες για να φτάσει τα πλοία της Ευρώπης, και να τουφεκίζεται στην άκρη της αποβάθρας. Τέλματα αίματος πλυμένα ξαφνικά από ρυάκια καιγόμενου λαδιού -η συγκομιδή του χρόνου ήταν ακόμη μέσα στα μαγαζιά και εκατοντάδες εξάλιτρα αναπηδούσαν απότομα από τις υπερπυρακτωμένες επιφάνειες των δοχείων. [...] Αναδυόμενοι από αυτό το σκοτάδι, βρισκόμαστε μέσα σε ερείπια, πέτρες, τοίχους γλειμμένους από την πυρκαγιά, γκρεμισμένες ξυλωσιές, μια συνοικία από στάχτη που αποπνέει ακόμα την οσμή καμένου λαδιού και αλλοιωμένης σάρκας. Αυτά απέμειναν από τη χριστιανική συνοικία των Χανίων».

Σχεδόν ταυτόχρονα, τα τουρκικά στρατεύματα που έδρευαν στα Χανιά προχώρησαν στην πυρπόληση αρκετών κοντινών προς την πόλη χωριών, με στόχο να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της περιοχής και να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς της υπαίθρου. «Οθωμανοί εξελθόντες εκ Χανίων επυρπόλησαν και κατέκαυσαν τα χωρία Μουρνιές, Τσικαλαριά και Ταράτσα [Δαράτσο]. Κατά τας προηγηθείσας ταραχάς ουδέποτε τα Τουρκικά καταστήματα εκλείσθησαν, ενώ κατά τας προχθεσινάς Τουρκικά και χριστιανικά καταστήματα, ως και αι οικίαι πάσαι ήσαν κατάκλειστοι, οι δε εν ταις οδοίς ευρεθέντες έτρεχον με το πολύκροτον εις χείρας, ζητούντες καταφύγιον» 

Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι χριστιανοί εξαγριώθηκαν και σύντομα οι συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων γενικεύτηκαν. Στις 2 Φεβρουαρίου 1897, ο Γάλλος πρόξενος στα Χανιά Blanc έγραφε προς το Παρίσι: «Έχω αποδείξεις πως η ταυτόχρονη εξέγερση των μουσουλμάνων σε Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά είναι συνέπεια οδηγιών και σχεδίων που έχουν σταλεί από την Κωνσταντινούπολη και συνιστούν τη δημιουργία ταραχών για να εμποδίσουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων» . Όσο οι συγκρούσεις κλιμακώνονταν, έγινε γενική πεποίθηση και σε άλλους ξένους αξιωματούχους ότι «η κατάστασις δεινούται επί μάλλον [ενώ] αι περί συνδιαλλαγής προσπάθειαι εναυάγησαν αρνηθέντων των Τούρκων».

Το αμέσως επόμενο διάστημα, η επέκταση των συγκρούσεων στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού επέφερε μια σημαντική αλλαγή στις δημογραφικές ισορροπίες στην ύπαιθρο, μιας και οι μουσουλμάνοι εγκατέλειπαν μαζικά τα σπίτια και τα κτήματά τους, αναζητώντας καταφύγιο στις οχυρές πόλεις∙ τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. 

Ο φαύλος κύκλος της βίας γνώρισε νέα έξαρση στις 27 Ιανουαρίου, όταν μια τυχαία σύγκρουση στο Παλιοπέτσι Σητείας στάθηκε αφορμή να ξεκινήσει η εκκαθάριση του μουσουλμανικού πληθυσμού της επαρχίας, η οποία κράτησε περίπου μία εβδομάδα. 
Η επαρχία δεν είχε ξαναπάρει μέρος στις προηγούμενες εξεγέρσεις, και οι άλλοι Κρητικοί μιλούσαν με περιφρόνηση «για τα πρόβατα της Σητείας». Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα, ωστόσο, η διακοινοτική βία γνώρισε μια πρωτόγνωρη έξαρση εκεί, με το αποτέλεσμα που περιγράφει ο Bérard: «Το Ισλάμ της Σητείας αφανίστηκε… Άντρες σφαγμένοι, γυναίκες ξεκοιλιασμένες, αγόρια ευνουχισμένα, κορίτσια καμένα ή βιασμένα, μέλη βγαλμένα και ριγμένα στα σκυλιά, στήθη κομένα, καμένα πτώματα, πυροβολισμοί, σπαθιές και μαχαιριές, τίποτα δεν έλεψε από την αποτρόπαιη σφαγή» Οι μουσουλμάνοι υποστήριξαν πως ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τα 1.200 με 1.500 άτομα, αλλά οι Γάλλοι ναύτες υπολόγισαν τα θύματα σε 850 περίπου.

Τον Ιανουάριο του 1897 εκδιώχθηκαν επίσης από τις εστίες τους οι μουσουλμάνοι της επαρχίας Σελίνου, οι οποίοι μετά την πολιορκία της Κανδάνου ζήτησαν διεθνή προστασία, και για το λόγο αυτό στάλθηκαν πλοία στην Παλιόχωρα που τους μετέφεραν στα Χανιά. 



Τον Μάρτιο, οι χριστιανοί επιτέθηκαν στα φρούρια της Ιεράπετρας και της Σπιναλόγκας, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι χιλιάδες μουσουλμάνοι, ενώ εκατοντάδες θύματα υπήρξαν και στο Μονοφάτσι Ηρακλείου. Το ίδιο διάστημα άρχισαν να αναχωρούν μαζικά από τα χωριά τους και οι μουσουλμάνοι του Μυλοποτάμου, λεηλατώντας τους οικισμούς μέχρι το Ρέθυμνο .

Συνέπεια των γεγονότων αυτών ήταν μεγάλοι πληθυσμοί μουσουλμάνων προσφύγων να κατευθυνθούν προς τα αστικά κέντρα για ασφάλεια και ιδίως προς το Ηράκλειο, στην περιφέρεια του οποίου ζούσε ο μεγαλύτερος μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης (47% περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού). Επακόλουθο των συγκρούσεων ήταν ο αστικός πληθυσμός του Ηρακλείου να αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα στα μέσα του 1897 να βρίσκονται στην πόλη και τα περίχωρα της 40 με 45 χιλιάδες μουσουλμάνοι, οι οποίοι αυξήθηκαν περαιτέρω.

Η μετακίνηση αυτή ωστόσο δεν υπήρξε η μόνη, καθώς μουσουλμάνοι κατευθύνθηκαν επίσης προς τη Ρόδο και τα μικρασιατικά παράλια, κυρίως τη Σμύρνη και τα περίχωρά της. Συγχρόνως, πολλοί χριστιανοί ακολούθησαν τον αντίθετο δρόμο προς την κρητική ύπαιθρο ή την Ελλάδα αναζητώντας ασφάλεια, αλλά και λόγω της τεράστιας συρροής μουσουλμάνων στις πόλεις, η οποία είχε δημιουργήσει μια αποπνικτική κατάσταση για αυτούς.

Η απάντηση των χριστιανών στα τεκταινόμενα ήταν αναμενόμενη, καθώς οι οθωμανικές αρχές και τα όργανά τους στην Κρήτη αμφισβητούσαν ευθέως -για μια ακόμη φορά- τα κεκτημένα του χριστιανικού πληθυσμού και σχεδίαζαν απροκάλυπτα την κατάργηση της αυτονομίας και την πλήρη υπαγωγή της Κρήτης στην κυριαρχία του σουλτάνου. 

Παράλληλα, και παρότι η προηγούμενη επανάσταση δεν είχε ακόμη ουσιαστικά τελειώσει, η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για μια νέα κινητοποίηση: Οι Δυνάμεις τηρούσαν στάση αναμονής -αν όχι ανοχής- μπροστά σε όσα συνέβαιναν στην ύπαιθρο του νησιού, ενώ διατηρούσαν το δικαίωμα να επέμβουν, σε περίπτωση που υπήρχε εκτεταμένη καταπάτηση των δικαιωμάτων των χριστιανών.
 Επιπλέον, οι Δυνάμεις θα δέχονταν πολύ δύσκολα μονομερή τροποποίηση του καθεστώτος που οι ίδιες είχαν παραχωρήσει στην Κρήτη. Κατά συνέπεια, οι χριστιανοί θεώρησαν τη συγκυρία αρκετά ευνοϊκή για να προκαλέσουν την τύχη τους και να κηρύξουν μια νέα επανάσταση κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.

Στο πλαίσιο αυτό, οπλισμένες ομάδες χριστιανών από την Κυδωνία και τον Αποκόρωνα κατέβηκαν από τα ορεινά και απέκοψαν την επικοινωνία των Χανίων με τη Σούδα, καταλαμβάνοντας τα υψώματα ανατολικά της πόλης, όπου εγκαταστάθηκε το αρχηγείο των επαναστατών, στην τοποθεσία Προφήτης Ηλίας του Ακρωτηρίου. 

Ταυτόχρονα, εκεί συγκεντρώθηκαν αρκετοί πληρεξούσιοι των δυτικών επαρχιών της Κρήτης, όπου με ψήφισμά τους κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα. Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, κατέλυαν την οθωμανική κυριαρχία και καλούσαν τον Έλληνα βασιλιά να στείλει στρατιωτικό τμήμα για να καταλάβει την Κρήτη, ενώ ζητούσαν από τις Δυνάμεις συμπαράσταση και ενίσχυση . Το ψήφισμα του Ακρωτηρίου αποτελούσε μια νέα, σαφή καμπή στους αγώνες των χριστιανών, καθώς δεν είχε πια σκοπό την αυτονομία, αλλά την ένωση.

Του Γιώργου Λιμαντζάκη

Πηγή:Αγώνας της Κρήτης

Σελίδες