Η αμπελουργία και το παρελθόν της στην Κρήτη. Γνωστές και άγνωστες πτυχές από το Μ. Σταυρακάκη - Ιστορίες, Ρεπορτάζ, Σχολιασμός Κρήτης Blog | e-storieskritis.gr

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Η αμπελουργία και το παρελθόν της στην Κρήτη. Γνωστές και άγνωστες πτυχές από το Μ. Σταυρακάκη




Η  μινωική Κρήτη ήταν σημαντικό κέντρο παραγωγής εκλεκτών οίνων και το πιο πιθανό είναι ότι από την Κρήτη διαδόθηκε η αμπελοκαλλιέργεια στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Αυτό ανέφερε μεταξύ άλλων ο ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Μανόλης Σταυρακάκης όταν, πρόσφατα, συμμετείχε ως ομιλητής στην παρουσίαση του βιβλίου του Στέλιου Μανωλιούδη με τίτλο  "Διόνυσος-Αρχέγονοι Δρόμοι Έκστασης-Πνευματικότητας"

Ο κ Σταυρακάκης, με την πολύχρονη εμπειρία του και τη βαθιά γνώση των θεμάτων που άπτονται του αμπελιού, παρέθεσε  ενδιαφέροντα στοιχεία για το παρελθόν της αμπελουργίας στο νησί μας, τα οποία αξίζει να παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά.


Ποιο είναι καταρχήν το ιστορικό και το γεωγραφικό πλαίσιο της πρώτης καλλιεργούμενης μορφής της αμπέλου, όπως το σκιαγράφησε ο κ Σταυρακάκης ;

 Είπε, λοιπόν, πως όπως προκύπτει από τις έρευνες αμπελογράφων, γενετιστών, βοτανολόγων, αρχαιολόγων, και άλλων επιστημόνων η πρώτη, στοιχειωδώς οργανωμένη, καλλιέργεια ποικιλιών αμπέλου (Vitis vinifera sativa) και ταυτόχρονα η πρώτη παραγωγή οίνου τοποθετούνται μεταξύ 6000-4500 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας και της Μεσοποταμίας, περιοχή που θεωρείται και το πρωτογενές κέντρο δημιουργίας των ποικιλιών αμπέλου.

Ο κρητικός αμπελώνας, θεωρείται από τους παλαιότερους στον κόσμο και ο αρχαιότερος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Ήδη κατά τη Μεσομινωική εποχή (MM IIA-B), που είναι γνωστή και ως Πρωτοανακτορική/Παλαιοανακτορική, η καλλιέργεια της αμπέλου και η τεχνική της οινοποίησης είχαν φτάσει σε υψηλό επίπεδο, ενώ τότε, σύμφωνα με τον McGovern παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο και ο ρητινίτης οίνος. Ο δε Λογοθέτης  υποστηρίζει ότι κατά την Πρωτοανακτορική περίοδο καλλιεργούνταν ποικιλίες οιναμπέλων που προέκυψαν από επιλογή και διέφεραν από εκείνες της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κύπρου.

Για την προέλευση των κρητικών ποικιλιών και γενικότερα για την ανάπτυξη της αμπελουργίας κατά τη Μινωική εποχή έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες και απόψεις. Κατά τον Evans (1925) ο μινωικός πολιτισμός (και, συνακόλουθα, τα επιτεύγματά του στον αμπελο-οινικό τομέα) είναι «μεταφερόμενος». Πατρίδα του η Αίγυπτος (ή και άλλη περιοχή της Ανατολίας), ενώ οι Κρητικοί είναι απόγονοι των Αιγυπτίων.

 Η άποψη αυτή, που έτυχε μεγάλης αποδοχής, είχε προφανώς σοβαρά ερείσματα εξαιτίας αφενός της πρώιμης εμφάνισης του αιγυπτιακού πολιτισμού και της εύλογης επίδρασής του στους γειτονικούς λαούς, και αφετέρου των πολύμορφων σχέσεων των Κεφτί (όπως ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τους Κρήτες) με τους λαούς της Ανατολής και ιδιαίτερα τους Αιγύπτιους. Επομένως, η τέχνη της αμπελουργίας και της οινοποίησης αλλά και οι ποικιλίες αμπέλου «μεταφέρθηκαν» στην Κρήτη.
Διόνυσος και Αριάδνη στη Νάξο
Σε πρόσφατη όμως γενετική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν και Κρητικοί επιστήμονες,  διαπιστώθηκε ότι το μιτοχονδριακό DNA των Μινωιτών διέφερε σημαντικά από αυτό των Αιγυπτίων και άλλων αφρικανικών λαών, ενώ παρουσίασε πολύ υψηλό βαθμό γενετικής ομοιότητας με το DNA των πληθυσμών της Νεολιθικής εποχής, των σύγχρονων Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των σημερινών Κρητικών. 

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά διατυπώθηκε η άποψη ότι η Κρήτη, από τη Νεολιθική εποχή, κατοικήθηκε από λαούς που μετανάστευσαν από την περιοχή του Καυκάσου πριν από 8-9.000 χρόνια (πρώιμη αγροτική μετανάστευση), και ο μινωικός πολιτισμός πιθανότατα αναπτύχθηκε από τον αυτόχθονα πληθυσμό της Εποχής του Χαλκού (Hughey κ.ά. 2013).

Με τα νεότερα αυτά δεδομένα, βάσιμα μπορεί να διατυπωθεί και να υποστηριχθεί η υπόθεση ότι οι καλλιεργούμενες, γηγενείς ποικιλίες αμπέλου της Κρήτης (Vitis vinifera spp sativa) προήλθαν είτε από τους πληθυσμούς της αγρίας αμπέλου (Vitis vinifera spp silvestris) και η Κρήτη αποτελεί πρώιμο δευτερογενές κέντρο δημιουργίας ποικιλιών αμπέλου, είτε από την καυκασιανή άμπελο (Vitis vinifera spp caucasica), χωρίς, βέβαια, να αποκλείεται η περίπτωση της προέλευσης από τη διασταύρωση των ντόπιων ποικιλιών με τις ποικιλίες που μεταφέρθηκαν από τον Καύκασο (που θεωρείται το πρωτογενές κέντρο δημιουργίας ποικιλιών αμπέλου). 

Ο Θησεάς και η Αριάδνη
Στο σημείο αυτό αξίζει να καταγράψουμε και την εκδοχή αυθαίρετη μεν,  ο ίδιος ο κ Σταυρακάκης τη χαρακτήρισε, ενδιαφέρουσα δε (άλλωστε, μύθος είναι), ότι ο Θησέας, εντυπωσιασμένος από την ποιότητα των ποικιλιών αμπέλου και των οίνων της Κρήτης, ως πολύτιμο λάφυρο από τον Μίνωα δεν πήρε την Αριάδνη, ή όχι μόνο την Αριάδνη, αλλά και μοσχεύματα (κληματίδες) αμπέλου. 

Έτσι, ενδεχομένως, άρχισε το ταξίδι των πολύτιμων κρητικών ποικιλιών, που συνεχίστηκε και τις επόμενες χιλιετίες στην Ελλάδα και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και το όνομά τους συνδέθηκε με τους περίφημους κρητικούς οίνους, από τον Πάσσο και το Θηραίο (Cretan Theran wine) έως τον Κρητικόν Αθήριν, το Vinum Cretense, τον Μαλβαζία και τους σημερινούς ποικιλιακούς ή πολυποικιλιακούς οίνους.


Είτε με την μία (πρώιμο δευτερογενές κέντρο εμφάνισης της καλλιεργουμένης μορφής) είτε με την άλλη εκδοχή (της μεταφοράς των ποικιλιών αμπέλου) και της επίδρασης των ανατολικών λαών (Αιγύπτιοι, Φοίνικες) παραμένει γεγονός ότι η  μινωική Κρήτη ήταν σημαντικό κέντρο παραγωγής εκλεκτών οίνων και το πιο πιθανό είναι ότι από την Κρήτη διαδόθηκε η αμπελοκαλλιέργεια στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Ανάλογες βέβαια θα ήταν οι επιδράσεις  που πιθανόν θα δέχτηκε η μινωική Κρήτη από τους ανατολικούς λαούς στις κοινωνικές, οικονομικές και θρησκευτικές συνθήκες. 

Υποστηρίζεται ότι η Κρήτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, ήδη από τη Μινωική εποχή δέχθηκε αναπόφευκτα ποικίλες επιδράσεις και μάλιστα λατρευτικές από τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, ενώ η ίδια μάλλον επηρέασε καθοριστικά τις λατρευτικές συνήθειες της ηπειρωτικής Ελλάδας. 

Αν επομένως δεχτούμε ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η καλλιέργεια της αμπέλου και η τεχνική της οινοποίησης ήλθε από ανατολικά, είναι μάλλον προφανές ότι   συνοδεύτηκαν και από τις σχετικές  λατρευτικές παραδόσεις των λαών αυτών.


Την άποψη αυτή ενισχύουν οι πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες.   Σε πήλινα αγγεία που χρονολογήθηκαν μεταξύ 5400 - 5000 π.Χ. και βρέθηκαν στη Χατζί Φιρούζ Τεπέ ,της οροσειράς του Ζάγρου του Ιράν, εντοπίσθηκαν ίχνη τρυγικού οξέος, χημικής ένωσης που απαντά σε μεγάλες ποσότητες στις σταφυλές και τον οίνο (McGovern κ.ά. 1996), ενώ στο σύμπλεγμα των σπηλαίων Αρένι-1 της νοτιοδυτικής Αρμενίας, έφεραν στο φως την αρχαιότερη ίσως εγκατάσταση υπαίθριου ληνού, που τοποθετείται στην περίοδο 4100 - 4000 π.Χ. Στα θραύσματα των αγγείων ταυτοποιήθηκε με σύγχρονες μεθόδους η μαλβιδίνη, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση ότι η οινοποίηση ήταν γνωστή στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής από την ύστερη νεολιθική περίοδο ( Barnard κ.ά. 2011 ). 

Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός πως σε όλους αυτούς τους λαούς την άμπελο και τον οίνο προστάτευαν θεοί (και όχι θεές όπως για άλλα φυτά). Έτσι για παράδειγμα οι Αρμένιοι είχαν τον Σπανδαράμετ, οι Αιγύπτιοι τον Όσιρι, οι Εβραίοι τον Νώε, οι Λίβυοι τον Άμμωνα, οι Ρωμαίοι τον Βάκχο κ.ο.κ.

Η σχέση του Δία της Κρήτης με το Διόνυσο

Αναφερόμενος ειδικότερα ο κ Σταυρακάκης στην  εδραιωμένη, όπως τη χαρακτήρισε, άποψη του Στέλιου Μανωλιούδη,  για την ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα Διόνυσος/Δίας/Ζαγρέας τόνισε πως ο  Δίας της Κρήτης, ο επονομαζόμενος Κρηταγενής, και κυρίως ο Ιδαίος, έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα τα οποία  χαρακτηρίζουν τον  Διόνυσο  στην υπόλοιπη Ελλάδα, με κυρίαρχο γνώριμα την αναγέννηση του Ζαγρέα από τα κομμάτια του, το θάνατο και την γέννηση (αναβλάστηση) του Δία κάθε χρόνο, ακολουθώντας τους νόμους της φύσης που σχετίζονται με την γονιμότητα και την αναπαραγωγή. Έτσι σαν λογική συνέπεια η ανάπτυξη  της αμπελουργίας  και της παραγωγής οίνων στην μινωική Κρήτη γέννησε τον Διόνυσο, ως συνέχεια του Κρηταγενούς Δία.

Η δε σύνδεσή του Διόνυσου-βλαστού-φαλλού με το αμπέλι κατέστη σχεδόν απόλυτη/αποκλειστική για δύο κυρίως λόγους: των πολύ ιδιαίτερων βιολογικών χαρακτηριστικών, ιδιαίτερα δε της βλάστησης του αμπελιού και των  μαγικών/θαυματουργών ιδιοτήτων του κρασιού.  Και μία εκδοχή από τις πολλές, σχετικά με την γέννησή του Διόνυσου, ο γνωστός βοιωτικός μύθος , αν και χρονικά είναι πολύ μεταγενέστερος,  είναι εν τούτοις απόλυτα ενδεικτικός και πειστικός.


Ο βοιωτικός μύθος

Σύμφωνα με τον βοιωτικό μύθο, η Ήρα, μαθαίνοντας το δεσμό του Δία με τη Σεμέλη, έπεισε την τελευταία να του ζητήσει, ως απόδειξη της αγάπης του, να εμφανισθεί ενώπιόν της με την πανοπλία, τις αστραπές και τους κεραυνούς του, γεγονός που προκάλεσε την απανθράκωση της κυοφορούσας Σεμέλης. Ο πατέρας - Δίας πήρε από τα σπλάχνα της Σεμέλης το έμβρυο, έσκισε το μηρό του και το τοποθέτησε εκεί. Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος της κύησης, που συνέπεσε με την έλευση της άνοιξης, ο Δίας έκοψε τα χρυσά νήματα της ραφής και ο Διόνυσος – βλαστός αναδύθηκε από το μηρό του Δία, λίγο πάνω από το γόνατο, όπως αποτυπώνεται σε Απουλικό ελικωτό κρατήρα του 410 π.Χ., περίπου. Με τον ίδιο αυτό τρόπο εκβλαστάνει ο λανθάνων οφθαλμός την άνοιξη από το γόνατο  (κόμβο) της κληματίδας, δίδοντας νέα ζωή στην άμπελο. Η βλάστηση στο αμπέλι δεν προέρχεται από κάποιο υπόγειο όργανο (ρίζα) ή σπόρο (από τη γη, την μήτρα) αλλά από υπέργειο όργανο, τον οφθαλμό που  βρίσκεται πάνω στην κληματίδα και από τον οποίο προκύπτει ο ορθόκλαδος βλαστός που και συμβολίζει το ανδρικό μόριο.  Έτσι ο θεός Διόνυσος ταυτίζεται με τον φαλλό και τις γιορτές της γονιμότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μυθολογίες των   αρχαίων λαών και των χωρών όπου καλλιεργήθηκε η άμπελος.

Ενδιαφέρον βέβαια έχει και η συσχέτιση σημερινών δρώμενων με την διονυσιακή λατρεία και  η σύνδεση του Παζαβού των παλιότερων χρόνων με τα προσωνύμια του Απόλλωνα Παιήων και pa-ja-wo-ne. Η δε έκφραση που χρησιμοποιούσαν στην Αντίσταση οι αντάρτες (π.χ στ΄Ανώγεια): «τράγοι στ΄ αμπέλια», πιθανόν παραπέμπει στον Διόνυσο και στο γνωστό επίγραμμα, που αποδίδεται στον Εύηνο Ασκαλωνίτη.

«κἤν με φάγῃς ἐπί ῥίζαν, ὅμως ἔτι καρποφορήσω, ὅσον ἐπιλεῖψαί σοι, τράγε, θυομένῳ».

Σελίδες