Ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο ανοικτό μουσείο του ανθρώπινου
μόχθου αποτελεί η περιοχή που απλώνεται βορειοδυτικά από τα τελευταία σπίτια
του οικισμού Κάτω Λούμα στο Μεραμπέλο Λασιθίου.
Πέτρινα καλντερίμια και σε όλη τη διαδρομή, δεξιά και
αριστερά τους, ερειπωμένοι ανεμόμυλοι, κλειστές μεγάλες δεξαμενές νερού, αλώνια
και ξερολιθιές κτισμένες σε μεγάλα ύψη για να προστατεύουν από τους ισχυρούς
ανέμους τα δέντρα της ελιάς.
Αν υπήρχε βασίλειο της πέτρας εκεί θα έπρεπε να το
αναζητήσουμε καθώς η μεραμπελιώτικη σιδερόπετρα σε αυτή την περιοχή "δαμάστηκε" κι έγινε ανθρώπινο έργο που αντέχει στους αιώνες, κι ας έχει καταπονηθεί από
την εγκατάλειψη.
Κατηφορίζοντας το φαρδύ καλντερίμι με τις διακλαδώσεις του και βλέποντας τις αμέτρητες
ξερολιθιές δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς πόσο κόπο και προσπάθεια είχαν
καταβάλει οι άνθρωποι που έκαναν τούτα τα έργα.
Η πρώτη δεξαμενή νερού που συναντάμε, κλειστή και μεγάλης χωρητικότητας, μαγνητίζει το βλέμμα με τον ιδιαίτερο κρουνό της και τη γούρνα μπροστά του.
Κάποτε, όπως μας περιγράφει ο Νίκος Αναστασάκης, είχε στην κορυφή της ένα
εξίσου εντυπωσιακό πελεκητό χωνί, που δυστυχώς, χάθηκε. Απέναντι από τη δεξαμενή δυο ωραίοι αλλά
ερειπωμένοι αλευρόμυλοι. Μύλους ερειπωμένους βλέπουμε και πιο κάτω όπως και
κλειστές δεξαμενές νερού που πρέπει να τις παρατηρήσεις καλά για να καταλάβεις
πως είναι ανθρώπινα δημιουργήματα κι όχι απλωμένες πέτρες.
Ανάμεσα στις δεξαμενές και τους αλευρόμυλους (σχεδόν επτά σε τούτο το σημείο) καλοδιατηρημένα αλώνια και στο βάθος, πάνω από το χρυσοπράσινο των φύλλων της ελιάς, το γαλάζιο της θάλασσας.Η απόλυτη χρωματική αρμονία κι αυτό που κάνει το Μεραμπέλο να ξεχωρίζει, το χρώμα της πέτρας, το πράσινο της ελιάς, και το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας σαν ένας καμβάς ζωγραφικής.
Ο κ. Αναστασάκης μας είπε πως στον Πάνω και Κάτω Λούμα είχαν
κάποτε πάνω από 20 τέτοιες κλειστές δεξαμενές νερού. Ήταν τόσο μεγάλη η ανεπάρκεια του νερού που έφτιαχναν κλειστές δεξαμενές σε κατηφορικά σημεία του τόπου τους και με εμπόδια οδηγούσαν το
νερό της βροχής προς τα εκεί για να έχουν να καλύπτουν τις ανάγκες των ζωών τους και των
σπιτιών τους. Ούτε κουβέντα για πότισμα των καλλιεργειών σε ένα τόπο με τόσο άνυδρο.
Μάλιστα, όπως περιγράφει, υπήρχαν φορές που με τα ζώα τους κατέβαιναν
ως την Πλάκα και με κανίστρες αφού αντλούσαν νερό από πηγάδι το μετέφεραν στο
χωριό για να χουν να πίνουν στα σπίτια τους.
Βέβαια το κλίμα τότε ήταν διαφορετικό και τουλάχιστον όταν
έμπαινε το φθινόπωρο είχαν βροχές κι έτσι τον Οκτώβρη έσπερναν με τις αγελάδες τους,
ενίοτε παίρνοντας για να γίνουν ζευγάρι στο όργωμα, και το ζώο του συγγενή ή
του γείτονα. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, όσπρια και άλλα κτηνοτροφικά
φυτά και όταν θέριζαν στις λιγοστές χωμάτινες εκτάσεις τους, όπου συγκρατούσαν το χώμα με ξερολιθιές, και αλώνιζαν τα
σιτηρά τους στα αλώνια του χωριού, παρήγαγαν αλεύρι στους μύλους τους για να ζυμώσουν ψωμί και παξιμάδι.
Τώρα όλα αυτά, δυστυχώς, είναι μόνο μνήμες. Το όμορφο χωριό τους έχει
ερημώσει και σχεδόν όλοι μετακινήθηκαν
στον Άγιο Νικόλαο ή σε άλλα κεφαλοχώρια αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, πιο εύκολες. Ωστόσο η αγάπη για τον Κάτω Λούμα δεν
έσβησε. "Όλοι έχουμε φτιάξει στα σπίτια μας από ένα δωμάτιο και το συντηρούμε
για να ερχόμαστε τα καλοκαίρια και να κάνουμε παρέα", μας λέει ο κ. Αναστασάκης.
Ελένη Βασιλάκη